function remplaza_fecha(d){ var da = d.split(' '); dia = ""+da[0]+""; mes = ""+da[1].slice(0,3)+""; anio = ""+da[2]+""; document.write(dia+mes+anio); }

Μολύβι!

Μικρά αφηγήματα και ποιήματα από τον Σωκράτη Κουρτσίδη.

Η βροχή ξύπνησε. Το καυτό χαλάζι που την έντυνε τρυφερή λεπίδα αγκάλιασε τα άγρια στάχυα, αγουροξυπνημένα πριν το θέρος με το αφρισμένο χιόνι ακόμα πάνω τους πότε να εξεγείρεται υποτακτικά και πότε να συμμαχεί αντάρτικα μαζί της. Πιο πέρα η γοητευτική βουή από τις ανάσες των σκουριασμένων κτιρίων να προσκρούουν μετωπικά η μια πάνω στην άλλη.

Χώρισε από τον άνεμο κι ας έζησε κοντά του το γρατσούνισμα των μουσώνων, εγκατέλειψε το νερό και ας τρυπούσε ηδονικά τους πόρους της, ξέπλυνε το σώμα της από την υγρασία κι όμως ποτέ δεν ξεγέλασε τη στοργή των αστικών βιοτόπων. Δεν τρόμαξε μπρος στα σκιάχτρα της εφήμερης καλοσύνης, δεν ταράχτηκε από την αμείλικτη δίνη των πληθών. Ξάπλωσε δειλά πάνω στους γκρεμισμένους δρόμους, αναρριχήθηκε άφοβα στο ευδόκιμο τσιμέντο, τίναξε τις ξηρές σταγόνες πριν γίνουν ανάμνηση μέσα στο αρχέγονο μέλλον, σκόρπισε το σώμα της καπνισμένο ύφασμα με πνοή σαν από κροτάλισμα γήινο. Το αίμα της πυρωμένο, διψασμένο για χώμα και πάλι χώμα.

Την είδα να έρχεται από μακριά και ψέλλισα αμήχανα τον ανατριχιαστικό ειρμό της. Θέλησα να ενώσω τα σημεία του ορίζοντα, μα οι γραμμές έχουν πάψει να είναι ευθείες, οι ευθείες πια δεν μας ενώνουν. Το ευθύ δεν έρχεται πια ευθεία μέσα μας και η θηλιά που προσπάθησα να πλέξω δεν γίνεται δέρμα ζωηρό και άφθαρτο. Το μόνο που μ’ απόμεινε είναι εκείνο το παράθυρο των τεθλασμένων δειλινών.

Η βροχή περιπλανήθηκε χρόνια και δεν με βρήκε. Γλίστρησε στο σπίτι μου και μέσα του σαν συνεπαρμένος ταξιδιώτης διέσχισε ήχους ανυπότακτους, ταραγμένους κύκλους φωτός που έδυαν μέσα στις ρωγμές, οσμές που τουρτούριζαν από το τρύπιο κρύο, μακρινούς φάρους που σκόνταφταν απρόθυμα πάνω στα γόνατά μου. Όπως μια απολιθωμένη αεροφωτογραφία τράνταξε συθέμελα τα αρχαία σανίδια και όλα τα ανήσυχα βιβλία των βιβλιοθηκών σκόρπισαν το νοτισμένο άρωμά τους πάνω στα πλακόστρωτα βήματά της. Και καθώς ολοένα και πιο πολύ δυνάμωνε ο παφλασμός της, άκουσα τα παλλόμενα κάτοπτρα των ημιτελών ζωών μας να μου μιλάνε για εκείνη τη έναστρη ομίχλη που δεν ήρθε, για εκείνο το φωτεινό παράθυρο που δεν άνοιξε, για μένα που νοερά περίμενα κι όμως ήμουν ασφυκτικά απών.

Σκέφτομαι πως ψάχνεις να βγάλεις νόημα απ’ όλα αυτά που σου γράφω. Είναι αργά και η σανίδα πάνω στην οποία κρατιόμαστε άρχισε να στροβιλίζεται. Αποσβολωμένοι και οι δύο σαν άτακτα παιδιά με το αδηφάγο πινέλο ψηλά να σημαδεύει τον διάτρητο ουρανό και με τις πρώιμες υδατογραφίες μας στο χέρι αναμένουμε το τρίξιμο που κάνει ο κέρινος αγέρας όταν κάποτε θροΐζει μέσα από τις ψηφιδωτές εκφράσεις των προσώπων μας.


(Ντίσελντορφ, Μάρτιος 2015)

 (στη μνήμη της Αμαλίας που έφυγε τόσο απρόσμενα...)


"Εδώ ζήσαμε
και εδώ θα ζήσουμε πάλι
γεμάτοι θάρρος με ψηλά το κεφάλι
θα γίνουμε χώμα
ένα με την απέραντι γη

Εδώ ζήσαμε
πέρα απ' τον χρόνο και τους ανθρώπους
βυθισμένοι στον αδιάκοπο κάματο της βιοπάλης
Εδώ που μας ξέχασαν όλοι
κι ας μας είχαν πάντα στην καρδιά τους
Ίσως κάποτε να μας θυμόντουσαν 
αναδεύοντας τις μνήμες απ' το παρελθόν

Εδώ θα ξαναζήσουμε πάλι
Μπορεί εμείς, τα παιδιά μας ή κάποιοι άλλοι
Όταν κάποια μέρα νοιώσουμε ξανά 
εκείνο το παρθενικό φως 
το πρώτο μητρικό χάδι στοργής
την πρώτη μας κραυγή
αγωνίας και ανάγκης

Εδώ ζήσαμε, εδώ πάλι
με το ίδιο θράσος για τον έρωτα
Σκιρτήματα ζωής
λευκόμαυρες πινελιές ξέφρενου ενθουσιασμού
θα γίνουμε χώμα
ένα με την απέραντη γη... "

Αυτά τα λόγια μου 'γραφε η φίλη μου στο γράμμα της εκείνη τη βροχερή μέρα του φθινοπώρου. Απ' το παράθυρο κοίταζα τους περαστικούς, μήπως την έβλεπα και αυτήν εκεί, ανάμεσά τους... Και έτσι καθώς η βροχή πότιζε τις μακρινές πεδιάδες, τις λίμνες, τα όρη και τις πόλεις, έτσι ανεπαίσθητα με πήρε ο ύπνος πάνω σ' εκείνο το παλιό γράμμα.

Και πάνε από τότε χρόνια τώρα, μα θυμάμαι πάντα εκείνα τα λιγοστά -μα με τόσο νόημα ριζωμένο μέσα τους- λόγια της φίλης, της φίλης που έφυγε πριν καλά καλά ανθίσουν τα πρώτα άνθη της αμυγδαλιάς... Ναι, εκείνα τα φθινοπωρινά λόγια που ξυπνούν μαζί με τα πρωτοβρόχια μέσα στην ψυχή μου. Λέξεις θάρρους πάνω στο κιτρινισμένο χαρτί, σημάδια πίστης και αφοσίωσης σε μια κρυφή ελπίδα, έρχονται κάθε τόσο και ξεθάβουν τις μνήμες από τα σκονισμένα αυλάκια του νου μου. Κάποιες σταγόνες κυλούν τότε απ' τα μάτια μου ξεπλένοντας τους δρόμους, καθώς οι περαστικοί τρέχουν βιαστικά να καλυφτούν κάτω από κάποιο υπόστεγο...


(Φθινόπωρο 2002 / Άνοιξη 2015)


Σαν τα φώτα σβήσουν στην πόλη των παιδιών αφήνω το φαναράκι μου σε κάποια άγνωστη πόρτα και βγαίνω στους δρόμους. Έτσι απλά, γιατί έχω μέσα μου το δικό μου φως. Το θρόισμα των φύλλων παιχνίδι και συνομιλία με τον δροσερό αγέρα, σκιές που θροΐζουν και αυτές καθώς οι φλόγες των κεριών χορεύουν μέσα στη νύχτα.

Κάποτε μου είχες πει πως είναι αργά.

Μα τώρα πια μπορώ ακόμα να βαδίζω κάτω από τις φτέρνες σου, μπορώ ακόμα να αναπνέω την πρώτη σου ανάσα και να αντικρίζω μπρος μου όλα εκείνα που σε έκαναν να δακρύζεις από συγκίνηση και ευτυχία. Μπορώ ακόμα να δονούμαι από τους ήχους που τόσο αγάπησες, να διαβαίνω τα πλακόστρωτα δρομάκια των εποχών, να λαχταρώ, να αγαπώ, να υπομένω...

Σαν τα φώτα σβήσουν στην πόλη των παιδιών βρίσκω ξανά το φαναράκι μου σε κάποια ξένη πόρτα. Κάποιος μάλλον το χρειάστηκε, ίσως να ήσουν και εσύ. Προσπαθώ να ξεγελάσω τον εαυτό μου λέγοντάς μου πως έκανα κάτι σωστό, πως δεν βάδισα άδικα μέσα στο σκοτάδι, ίσως να υπήρξε κάποιο νόημα. Μέσα στο τόσο μικρό και μηδαμινό κρύβεται, λένε, το μέγα και το σημαντικό. Μα αξίζε αυτό; Άξιζε να πονέσεις και να υποφέρεις; Δεν μπορώ να ξεγελάσω τον εαυτό μου, δεν μπορώ...

Προσευχή.

Κάποτε μου είχες πει πως είναι αργά. Ποτέ δεν ήταν, ποτέ δεν θα είναι αργά. Γιατί μέχρι το τέλος θα βαδίζω με την καρδιά μου να χτυπάει σαν φάρος εκεί μέσα στο σκοτάδι, γιατί έχω μέσα μου το δικό μου φως· το δικό σου φως.

Οι υπολογιστές είχαν κλείσει τα βλέφαρα τους στην κουρασμένη πόλη. Το βαθύ μπλε διαχύθηκε σαν πεισματάρα ομίχλη στο χώρο καλύπτοντας τις γερασμένες οικοδομές και τις παλιές ετοιμόρροπες κεραίες στις ταράτσες. Κάποια αεροπλάνα έραβαν με τις γραμμές των καυσαερίων τους περιστασιακά το πέπλο της νύχτας, κινούμενα άστρα στον μερικώς έναστρο ουρανό. Οι δρόμοι λούστηκαν τα λιγοστά φώτα που ψέκαζαν οι παλιοί λαμπτήρες γκαζιού, φως που έπαιζε με τις σκιές από τους ανυποψίαστους διαβάτες, τα νυσταγμένα λεωφορεία και τα καταπονημένα αυτοκίνητα.

Αποχαιρέτησε τον φίλο του και κίνησε βιαστικά να προλάβει το τραμ. Κοίταξε το ρολόι, είχε ξεχαστεί. Το βήμα του τώρα άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο ταχύ. Σιγά-σίγα άρχισε να συνειδητοποιεί ότι έπρεπε να τρέξει. Το βήμα έγινε δρασκελιές και κατόπιν τροχάδην. Μέσα σε δύο λεπτά έτρεχε σαν να ήταν ολυμπιονίκης σε στάδιο στίβου. Ήλπιζε πως θα τα κατάφερνε και θα το προλάβαινε το τραμ  αυτό, το τραμ το τελευταίο…

Τελικά δεν το πρόλαβε. Λαχανιασμένος και γερμένος με τα χέρια στα γόνατα απόμεινε εκεί στη μέση του δρόμου να το βλέπει να ξεμακραίνει με τον γνώριμο ήχο των γραμμών που τρίζουν, σαν τον πείραζαν περιπαιχτικά που αψήφησε τον χρόνο. 

Για μια στιγμή πήγε να βλαστημήσει την τύχη του.  Μα στην επόμενη όρθωσε  αποφασιστικά το γερμένο κορμί του, σουλούπωσε τα ρούχα του και σαν να μην τρέχει τίποτα άρχισε να τραγουδάει τον σκοπό από το «τραμ το τελευταίο». Μετά γέλασε από μόνος του με το πάθημά του και πήρε το ποδαρόδρομο για το σπίτι. Ίσως κάτι καλό θα του τύχαινε και πάλι, κάτι θα του έφερνε η ζωή, όλα είχαν το σκοπό τους,  σκέφτηκε παραδομένος στον συρμό των μουδιασμένων βημάτων του. 

Περνώντας από το εμπορικό κέντρο η ματιά του προσέκρουσε στις βιτρίνες με τα ανέκφραστα μοντέλα και τον πλαστικό φωτισμό. Χρώματα και υφάσματα από τον τρίτο κόσμο, κομμένα και ραμμένα στις υποταγές ενός πρωτόγονου λάιφ-στάιλ να μαστιγώνει ακατάπαυστα τα κορμιά των κατοίκων. Ένας περαστικός με μία συρόμενη βαλίτσα ταξιδίου έστεκε εκεί αποσβολωμένος και τα κοιτούσε, επεκτείνοντας έτσι τη βιτρίνα πέρα από το γυαλί, στην άλλη πλευρά του πεζοδρομίου. Τα κουρασμένα μάτια του γυάλιζαν μέσα στο υγρό σκοτάδι, σπίθες σαν από ασετιλίνη στο καυτό μέταλλο της αλλοτρίωσης, του έδειχναν έναν άλλο τρόπο να ζήσει, να τραφεί, να κάνει έρωτα, μακριά από τις επιταγές της ψυχής του.  Τον προσπέρασε με μια άκομψη ντρίπλα, χωρίς καν να του αποσπάσει την προσοχή.

Στο σκουριασμένο λιμάνι τα πλοία μούγκριζαν αντιπαλεύοντας τον παφλασμό των αέναων κυμάτων και τους τσιριχτούς ήχους των γερανών.  Η υγρασία σε εκείνο το μέρος ένα κρύο μέταλλο να αγκαλιάζει τους λιμενεργάτες προσκαλώντας τους να χορέψουν ακόμα μια νύχτα το ίδιο πρόστυχο ταγκό κάτω από τους ήχους των κλαρκ και των λαμαρινών που μούγκριζαν. Ο μανιασμένος θαλασσινός αγέρας διάβρωνε τα ίχνη από τα χέρια που κάποτε άγγιξαν τα κοντέινερ στην αντίπερα όχθη του ωκεανού.

Κάποια ζαλισμένα μπαράκια που τρεμόπαιζαν στο φως των κεριών ετοιμάζονταν να σβήσουν. Οι λιγοστοί θαμώνες, σαν δερβίσηδες που πάνω στις στροφές απώλεσαν παντελώς τη θρησκεία τους, εγκατέλειπαν άβουλα τα παλιά σανίδια, γεμάτα με ποτισμένα αποτσίγαρα και ποτό να κολλάει, και με άδεια καρδιά ξάπλωναν στα γόνατα του ύπνου ικετεύοντάς τον να τους απελευθερώσει από τα δεσμά του. Η ίδια διαδρομή κάθε βράδυ, άλλα πρόσωπα, μα μέσα τους οι ίδιες ψυχές να μετενσαρκώνουν το ίδιο μοτίβο. 

Τα παλιά σταράκια είχαν σχεδόν λιώσει, παντού  μοσχομύριζε και η γέρικη άσφαλτος διψούσε, ήταν όμορφη αυτή η καλοκαιρινή νύχτα και τόσο δροσερή. Πια δεν νύσταζε, οι αισθήσεις του ήταν σε εγρήγορση και τα μάτια του σαν τα ορθάνοιχτα παράθυρα των σπιτιών στις γειτονιές που περπατούσε. Που και που συναντούσε και κάποιον άνθρωπο στο μπαλκόνι του να χαίρεται και αυτός τη δροσιά και το άρωμα των γιασεμιών. Από πάνω του ένα φεγγάρι που λίγο ακόμα ήθελε για να γίνει πανσέληνος, με το φως του να πέφτει ορμητικά σαν καλοκαιρινή βροχή από τον ουρανό πλημμυρίζοντας το ψηφιδωτό ανάγλυφο της πόλης.

Σε κάποιο σημείο της πορείας του στάθηκε και έκλεισε για μία ακόμα φορά τα μάτια του. Ασάλευτος εκεί τα κράτησε κλειστά. Αφέθηκε για μια ακόμη φορά στο κύμα της, άνοιξε τα πνευμόνια του και επέτρεψε στον χείμαρρό της να κατακλύσει το κορμί του. Ένα ρίγος τον κατακυρίευσε, το κάθε κύτταρό του ηλεκτρίστηκε από ενέργεια, μόνο η καρδιά ακουγόταν τώρα πια. Και τότε ήταν που ένοιωσε. 

Ένοιωσε για πρώτη φορά τους ανθρώπους αυτής της πόλης. Ναι, τους ένοιωσε. Να κοιμούνται γλυκά κι ανάλαφρα, με τα στρώματά τους να επιπλέουν σε μακρινές θάλασσες πλασμένες απ’ όνειρα. Είδε τα νυσταγμένα χέρια να χαϊδεύουν τα μέτωπα των μικρών παιδιών στοργικά και μετά να τα φιλούν γλυκά πριν τα παραδώσουν στον Μορφέα. Τραντάχτηκε συγκλονισμένος από τα ιδρωμένα κορμιά που χόρευαν ξεγελασμένα από την ηδονή και το πάθος, μέσα στη μέθη των πιο ακραίων αισθήσεων, τον αρχέγονο χορό του έρωτα.  Άκουσε το πρώτο κλάμα, αφουγκράστηκε τα πιο μυστικά  λόγια, τις λάγνες υποσχέσεις των μοιραίων εραστών, τις πιο βαθιές προσευχές, τα πιο ζεστά ψιθυρίσματα να ζεσταίνουν με την ανάσα τους τα πρόσωπα, τα πιο πρόστυχα μυστικά, τα ύστατα λόγια, τα τελευταία δάκρυα... Λικνίστηκε όπως το αγεράκι που μπαίνει στα υπνοδωμάτια και χαϊδεύει ανέμελα τα μαλλιά, το γυμνό δέρμα, τα υγρά χείλη και τις ζεστές φλέβες. Στροβιλίστηκε σαν το κρασί στο πρώτο αντάμωμά του με το κρύσταλλο. Αισθάνθηκε όλες τις ψυχές που είχαν φύγει προ πολλού να τον αγκαλιάζουν γεμάτες αγάπη και να τον κερνούν μηνύματα και φιλιά λατρεμένα για όλους εκείνους που δεν έχουν ποτέ ξεχάσει. Και πόσα άλλα.

Έμεινε εκεί για πολύ ώρα, παραδομένος, άυλος, διάφανος... Κάποια στιγμή άνοιξε ξανά τα μάτια, σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε ψηλά τον έναστρο τώρα πια ουρανό, τον Ωρίωνα, τη μεγάλη άρκτο, την Κασσιόπη και τους άλλους αστερισμούς. Κάτω από τα πάλσαρ, αυτούς τους διαστημικούς φάρους να του κλείνουν που και που το μάτι, γεμάτος δέος και ευγνωμοσύνη υποκλίθηκε στη νύχτα και χαμογέλασε ευτυχισμένος. Κάτι καλό είχε συμβεί ξανά.



(Ντίσελντορφ, 26 Απριλίου 2014)

Λύθηκε η ζωή από τα δεσμά της και ξεχύθηκε από τη σπηλιά της
Άκουσα μέρες πολλές το κάλεσμά της και τη ζεστή μιλιά της

Για όλους εμάς που είχαν ξεχαστεί σ’ ένα μυστικό κρησφύγετο
τότε που οι μανάδες μας μας έκρυβαν από τον αρχαίο Ταΰγετο 

Κίνησα χωρίς σκοπό να αλλάξω τη ρότα της ζωής μου
Μα το στίγμα θάμπωσε τους μαιάνδρους της πνοής μου

Τρέκλιζαν τα σοκάκια και οι σκιές ζητούσαν απαντήσεις
Οι δρόμοι μας μπερδεύτηκαν και άντε να τους ξελύσεις

Κι ήταν το βήμα μου πότε ταχύ και άλλοτε γέρου επαίτη
Κι η φωνή μου ιαχή μα και παραλήρημα που κράταγε έτη

Κι όμως η ψυχή μου γλύκανε και ένοιωσα απέραντη γαλήνη
σαν είδα μέσα μου τη Σφίγγα για μένα το αίνιγμά της να λύνει

Κι οι φίλοι μου οι τόσο αγαπημένοι φάνηκαν μπροστά μου
και η χαρά μέσα μας φεγγοβόλησε σαν αστέρι της άμμου

Κι η αγάπη μου η λατρεμένη που είχα τόσο επιθυμήσει
έσπασε τον αργαλειό της και σκίρτησε να με προϋπαντήσει

Μεθυσμένη η νύχτα τύλιξε τα κορμιά σαν δροσερό μετάξι
Τα χέρια ψηλάφισαν τα χείλη και η μοίρα είχε πια αλλάξει

Έσκασε η καρδιά σαν μπαλόνι και ξαναγεννήθηκε ο παλμός
Σ’ αυτό το σύμπαν που ξημερώνει κανείς δεν είναι μοναχός



(Ντίσελντορφ 2014)

Στο ένα χέρι της η κόκκινη βαλίτσα. Στο άλλο το τηλέφωνο που μόλις έχει κλείσει. Στέκεται πριν επιβιβαστεί εκεί αμήχανα σαν από πάντα. Βουβή, συναισθηματικά φορτισμένη, απορεί τι έφταιξε, τι πήγε στραβά. Αναρωτιέται και ένα μεγάλο «γιατί» φουσκώνει μέσα στο μυαλό της πιέζοντας το κεφάλι της σαν έτοιμο να εκραγεί.

Επιβιβάζεται χωρίς να το συνειδητοποιήσει.

Ταξίδι με τρένο για την πόλη μια ηλιόλουστη μέρα. Στάση σε έναν μικρό σταθμό. Απέναντι της η θάλασσα. Το βλέμμα της κολλημένο στον ανοιχτό ορίζοντα. Συνέρχεται σιγά-σιγά, ίσως τώρα μπορεί να δει. Μια μπόρα φωτός καθώς το τρένο αλλάζει κατεύθυνση και τώρα πια κοιτάζει προς στην πλευρά του ήλιου.

Ένας ολοφώτεινος κόσμος ξανοίγεται διάπλατα μπροστά της. Σαν να έχει να επιλέξει ανάμεσα στον γαλάζιο ορίζοντα, εκεί όπου τα πλοία ανοίγουν διάπλατα τα πανιά τους στον δροσερό θαλασσινό άνεμο, έτοιμα να χαθούν πέρα από τη γραμμή του ορίζοντα, πέρα απ’ τον σταθμό. Και σε αυτό το τρένο, ένα παλιό σκουριασμένο θηρίο, που για λίγο γίνεται η μητέρα της, τη δέχεται στα σιδερένια σκουριασμένα σωθικά του και τη γεννάει ξανά μέσα σε άλλες  πόλεις, εκεί όπου ποτέ δεν υπήρξε ποτέ, εκεί όπου η τρελή κίνηση γίνεται μάστιγα. Η ζωή της είναι πάλι εκεί όπου κάποιοι τροχοί στριφογυρνούν. Ακολουθεί το μάθημά τους, ακούει τη μουσική τους, λικνίζεται στη ροπή τους… Στο μυαλό της θυμάται εκείνον τον αγκαζέ χορό στη μικρή πλατεία, μακριά από τα φώτα των πόλεων. Από εκεί και ύστερα το παιχνίδι των κύκλων.

Συλλογίζεται την πορεία της ζωής της. Στο μυαλό της έρχονται και στριφογυρίζουν κύκλοι, χιλιάδες ατελείωτοι κύκλοι. Ένα χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη. Και οι κύκλοι γίνονται πουλιά, τα βλέπει τώρα να ταξιδεύουν προς το βάθος του ορίζοντα, εκείνου ακριβώς απέναντι από τον μικρό σταθμό, εκεί όπου το τρένο σταμάτησε για λίγο και πάλι σε λίγο θα ξεκινήσει για τον κόσμο των κύκλων. Και ιδού η ζωή της πάλι, ένα ατέρμονο σύμπλεγμα από κύκλους. Μοιάζει να ξετυλίγεται μπρος της μια αγαπημένη μελωδία, ένα ευώδες άνθος που ανοίγει τα πέταλά του και το οποίο σε λίγο θα μαραθεί στα χέρια της, αλλά αυτή του η θυσία δεν θα είναι άσκοπη, το άρωμα του θα διαποτίσει όλη την ψυχή της. Και η πορεία να της φωνάζει πως πρέπει να επιλέξει. Με ποιας ψυχής τα κριτήρια; Τι είναι χρώμα, ευωδιά, συναίσθημα; Πως είναι δυνατόν να γίνουν όλα αυτά τόσο απλά μια απόφαση;

Ταξίδι με ένα παλιό τρένο για την πόλη των μικρών χαμένων κύκλων. Απέναντι η θάλασσα. Το σώμα να αποτελείται από το δροσερό νερό, μέσα από αυτό γεννήθηκε. Ένα χαμόγελο στα χείλη. Και ίσως το τρένο να ξεφύγει από την πορεία του, οι ράγες να στραφούν και να ξαπλώσουν πάνω στα κύματα, τα κύματα να αγκαλιάσουν το κορμί της, ανάσκελα στη δροσερή θάλασσα να λιάζεται, παραδομένο στη γαλήνη και στην αλμύρα, ξεπλυμένο από τη σκόνη και τον ιδρώτα, χωρίς βάρος. Μόνο η γλυκιά παράδοση.

Ανοίγει τη τσάντα της και βγάζει ένα χαρτί. Γράφει μέσα στην κίνηση ένα σημείωμα:

«Μέσα σε πόλεις μεγαλώσαμε μαζί. Μέσα σε κόσμους χωρίς φως και καλοτάξιδα πουλιά. Χωρίς θάλασσα. Οι ζωές μας κατάντησαν κύκλοι, όχι πια εκείνοι οι κύκλοι-ζάντες ενός ποδήλατου να το οδηγεί ξέγνοιαστα και ανέμελα κάποιο παιδί, άλλα κύκλοι των τροχοφόρων, κύκλοι μέσα στην αξιολόγηση των γραπτών μας, κύκλοι που κάναμε όλοι μας γυρνώντας ξανά και ξανά ο ένας πίσω στον άλλον.
Εύχομαι! Ας γίνει αυτήν την στιγμή, αυτό το απόγευμα, η θάλασσα ένα με την ψυχή μου. Και όλα αυτά τα τρένα που με ταξίδευαν τόσα χρόνια ας γίνουν ένα με το νερό. Ας χαράξει αυτό το φως μέσα μου βαθιά τις πιο όμορφες εικόνες αυτού του ηλιοβασιλέματος που αντικρίζω αυτήν τη στιγμή. Θεέ μου, πόσο κουράστηκα να προσπερνώ βιαστικά τις βιτρίνες του ψέματος. Θέλω να σταθώ για μια στιγμή, μέσα τους να κοιτάξω, να δω τη μορφή μου να μου χαμογελάει, να αλλάξω την πορεία μου και ότι μου μαύριζε την ψυχή να το στείλω στο καλό.».

Το τρένο είναι έτοιμο να ξεκινήσει ξανά. Μαζί του και εκείνη για μια ακόμα φορά. Ένας ελεγκτής την πλησιάζει και της ζητά το εισιτήριο. Αφήνει στα χέρια του το εισιτήριό της, μαζί και το χαρτί. Σηκώνεται και βαδίζει προς την πόρτα με σιγουριά. Δεν υπάρχει άλλη διαδρομή, δεν υπάρχει άλλος προορισμός πια.

Ο άνθρωπος της φωτογραφίας έμοιαζε σαν ζωντανός. Θαρρούσες πως την επόμενη στιγμή θα έβγαινε από το πλαίσιο και θα συνέχιζε την πορεία του στο δωμάτιο. Τόσο ζωντανή ήταν η εικόνα.

Η Λίζα απόμεινε να τον κοιτάζει ξεχασμένη, παραδομένη στην εικονική κίνηση της εικόνας και τα θερμά χρώματα να ανεβάζουν τη θερμοκρασία στον χώρο. Το τρίξιμο της πόρτας την επανέφερε στην πραγματικότητα. Γύρισε το κεφάλι της προς τα εκεί και πλάγιασε την κορνίζα πάνω στο κομοδίνο.

«Εσύ είσαι;», είπε σαν να μην ήξερε ποιος ήταν, κι ας ήξερε.  «Να, χάζευα λίγο τον χώρο σου, είναι υπέροχο αυτό το δωμάτιο…».

Είχε δίκιο, το δωμάτιο πράγματι ήταν μοναδικό! Το φως του ήλιου που ξεγλιστρούσε απαλά μέσα από τα στόρια και τις μαρκίζες, οι φωτεινοί πολύχρωμοι τοίχοι, τα χρώματα και η μεθυσμένη σύνθεση, αυτή η ενθουσιώδης ξέφρενη σαλάτα από τα πρωτοποριακά μοντέρνα έπιπλα… Ναι, αυτό ήταν το κάτι άλλο, αυτό ήταν γούστο και δημιουργικότητα!

«Νόμιζα ότι θα ερχόσουν πιο νωρίς… Μου άνοιξε η μητέρα σου.», είπε στον Χάρη.

Εκείνος την κοίταξε γεμάτος έκπληξη και απορία, μα και με χαρά. Δεν φανταζόταν ότι θα την ξανάβλεπε, είχε περάσει τόσος καιρός. Άλλες εποχές μόλις βλεπόντουσαν θα έτρεχαν να αγκαλιάσουν ο ένας τον άλλον, να χαρίσουν ένα χάδι στο μάγουλο και ένα ανακάτεμα στα μαλλιά. Μα σήμερα, όλα αυτά είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

«Ξέρω, μου είπε.», αποκρίθηκε αυτός. «Ήρθες για να πάρεις το κουτί…».

Δύσκολες στιγμές, αμήχανες στιγμές, από εκείνες που δεν φαντάζονταν κανείς ότι θα τις ζήσει. Στιγμές που όταν έρχονται δεν μπορείς να τους ξεφύγεις και απομένεις απλώς εκεί παραδομένος άνθρωπος στη διάβρωση που προξενούν μέσα σου. Θέλεις να χαθείς, να μην υπάρξεις εκείνην τη στιγμή, κι όμως κάτι σε κάνει να θέλεις να τις ζήσεις. Αυτό ήταν που ζούσαν τώρα οι δυο τους.

Ένας τυπικός διάλογος του τύπου «τι κάνεις, πώς τα περνάς…». Έπειτα, πήγε σε ένα ντουλάπι και έβγαλε από το κάτω ράφι ένα μικρό κουτί.

«Είναι όλα εδώ», είπε. «Από τότε που έφυγες, δεν το έχω ανοίξει».

Το έπιασε αμήχανα, μουδιασμένα. Τα δάκτυλα της άρχισαν να τρέμουν, κάποια στιγμή ακούμπησαν τα δικά του και ένα ρίγος διαπέρασε το στήθος της. Και το δικό του.

«Πώς πέρασε ο καιρός», είπε χαμογελώντας αμήχανα, χαρίζοντας του ένα από εκείνα τα σπασμένα χαμόγελα του πρώτου καιρού. Η φωνή της πάλευε να διατηρήσει ένα στίγμα μέσα σε κάποιο κρυφό πέλαγος λέξεων που δίσταζαν να πάρουν ζωή, αντιμέτωπη με τη φουρτούνα του αναστεναγμού και της κατάρρευσης. Σκίρτησε κάτι μέσα του, ταράχτηκε. Και θυμήθηκε. Στιγμές, χρόνια, μέρες… πώς πέρασαν όλα αυτά από τότε; Και οι δύο τους πάλεψαν πολύ να ξεχάσουν, και τώρα άρχισαν, όπως δύο παιδιά που είχαν καιρό να ξαναδούν θάλασσα, να σκάβουν ξέφρενα την άμμο των αναμνήσεων και να γκρεμίζουν γεμάτα χαρά τα κάστρα τους.

Έσκυψε το κεφάλι του, χαμήλωσε και εκείνη το κεφάλι της να μη βλέπουν ο ένας τον άλλον. Αυτή να κρατάει ευλαβικά με τα δυο της χέρια το κουτί, αυτός να μη μιλάει. Νεκρική σιγή για αρκετή ώρα. Δεν βγαίνουν εύκολα λέξεις τέτοια ώρα.

«Θα σε ξαναδώ κάποια στιγμή;», ακούστηκε κάποια στιγμή η φωνή του να σπάει το καλούπι της σιωπής. «… έτσι, για έναν καφέ…».

«Ίσως…», του απάντησε αυτή. Ήξερε ότι ήταν ψέμα, το ήξεραν και οι δυο τους.

«Γεια σου», είπε αμήχανα και με μια βιαστική κίνηση πήρε μια στροφή και βάδισε βιαστικά προς την έξοδο, ένας αλλιώτικος Οδυσσέας που δεν θέλει να ξεφύγει από τον Πολύφημο κι όμως δραπετεύει. Και εκείνη η ερώτηση να έχει μείνει να βουίζει για πάντα στο μυαλό του: Ποιος είσαι; Είμαι ο «κανένας»!

Απόμεινε εκεί ακίνητος, μαρμαρωμένος να την κοιτάζει να εγκαταλείπει, μαζί και η γη κάτω από τα πόδια του.



(Ντούισμπουργκ 2012)

Γύρω από αυτό το Blog...

Αυτό το ιστολόγιο περιέχει προσωπικά μου κείμενα, γραμμένα με αρκετό μεράκι και φαντασία. Είναι αφιερωμένη στους φίλους και τις φίλες μου που διάβασαν τα περισσότερα και τους άρεσαν. Ακόμα περισσότερο στον πολύ καλό μου φίλο τον Άγγελο ο οποίος έφυγε τόσο άδικα από τη ζωή το 2006 και που και αυτός με τον δικό του τρόπο με παρότρυνε να γράφω. Μου λείπουν τα γέλια και τα πειράγματά μας πάρα πολύ...

Οι περισσότερες μικρές ιστορίες με την ετικέτα "Ψυχογράφημα" ανήκουν στην ομώνυμη συλλογή. Μερικές απ' αυτές είναι σε πρόχειρη μορφή και ίσως πρέπει να υποστούν περαιτέρω επεξεργασία στο μέλλον. Τουλάχιστον 6 αναμένεται να προστεθούν μέχρι το τέλος του 2014. Η σειρά αυτή εστιάζει κυρίως στα προβλήματα της σύγχρονης εποχής στις μεγαλουπόλεις, όπως είναι η αλλοτρίωση, η ανεργία, η αποξένωση των ανθρώπων, οι εικονικές σχέσεις, ο συνωστισμός, ο μικρός χώρος, η μοναξιά, ο πλασματικός τρόπος ζωής και το επιφανειακό lifestyle. Ο κύριος στόχος είναι να προβληματίσει τον αναγνώστη και να του δώσει ώθηση για κοινή δράση και συμμετοχή με τους συμπολίτες του στην επίλυση αυτών των προβλημάτων. Προσωπικά είμαι αισιόδοξος και πεπεισμένος ότι σιγά-σιγά με επιμονή και συνεχή αγώνα πολλά από αυτά τα προβλήματα θα λυθούν.

Εύχομαι να σας αρέσουν.

Σωκράτης Π. Κουρτσίδης

Γύρω από τον συγγραφέα

Γύρω από τον συγγραφέα
Σωκράτης Π. Κουρτσίδης
Όλα τα κείμενα που βρίσκονται σε αυτό το Blog

Όλες οι αναρτήσεις και τα κείμενα σε αυτό τον ιστότοπο αποτελούν πνευματική εργασία του Σωκράτη Π. Κουρτσίδη και προστατεύονται από το Νόμο {Ν.2121/1993, άρθρο 51, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα} και από νόμους που ισχύουν στο Διεθνές Δίκαιο, Αγγλικό Δίκαιο και τις Διεθνείς Συμβάσεις Βέρνης Παρισιού για τα Πνευματικά Δικαιώματα στο Διαδίκτυο για τις άλλες χώρες, επικυρωμένες από το Νόμο 100/1975 περί πνευματικής ιδιοκτησίας κι όλες τις μετέπειτα τροποποιήσεις του. Απαγορεύεται απολύτως άνευ γραπτής αδείας της δημιουργού η με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση, αναπαραγωγή, εκμίσθωση, δανεισμός, μεταποίηση, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό με οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρος του εκάστοτε έργου των αναρτήσεων.

Για οποιαδήποτε επικοινωνία με τον συγγραφέα, το τηλέφωνο επικοινωνίας είναι το 2118007270.