function remplaza_fecha(d){ var da = d.split(' '); dia = ""+da[0]+""; mes = ""+da[1].slice(0,3)+""; anio = ""+da[2]+""; document.write(dia+mes+anio); }

Μολύβι!

Μικρά αφηγήματα και ποιήματα από τον Σωκράτη Κουρτσίδη.

Σαν τα φώτα σβήσουν στην πόλη των παιδιών αφήνω το φαναράκι μου σε κάποια άγνωστη πόρτα και βγαίνω στους δρόμους. Έτσι απλά, γιατί έχω μέσα μου το δικό μου φως. Το θρόισμα των φύλλων παιχνίδι και συνομιλία με τον δροσερό αγέρα, σκιές που θροΐζουν και αυτές καθώς οι φλόγες των κεριών χορεύουν μέσα στη νύχτα.

Κάποτε μου είχες πει πως είναι αργά.

Μα τώρα πια μπορώ ακόμα να βαδίζω κάτω από τις φτέρνες σου, μπορώ ακόμα να αναπνέω την πρώτη σου ανάσα και να αντικρίζω μπρος μου όλα εκείνα που σε έκαναν να δακρύζεις από συγκίνηση και ευτυχία. Μπορώ ακόμα να δονούμαι από τους ήχους που τόσο αγάπησες, να διαβαίνω τα πλακόστρωτα δρομάκια των εποχών, να λαχταρώ, να αγαπώ, να υπομένω...

Σαν τα φώτα σβήσουν στην πόλη των παιδιών βρίσκω ξανά το φαναράκι μου σε κάποια ξένη πόρτα. Κάποιος μάλλον το χρειάστηκε, ίσως να ήσουν και εσύ. Προσπαθώ να ξεγελάσω τον εαυτό μου λέγοντάς μου πως έκανα κάτι σωστό, πως δεν βάδισα άδικα μέσα στο σκοτάδι, ίσως να υπήρξε κάποιο νόημα. Μέσα στο τόσο μικρό και μηδαμινό κρύβεται, λένε, το μέγα και το σημαντικό. Μα αξίζε αυτό; Άξιζε να πονέσεις και να υποφέρεις; Δεν μπορώ να ξεγελάσω τον εαυτό μου, δεν μπορώ...

Προσευχή.

Κάποτε μου είχες πει πως είναι αργά. Ποτέ δεν ήταν, ποτέ δεν θα είναι αργά. Γιατί μέχρι το τέλος θα βαδίζω με την καρδιά μου να χτυπάει σαν φάρος εκεί μέσα στο σκοτάδι, γιατί έχω μέσα μου το δικό μου φως· το δικό σου φως.

Οι υπολογιστές είχαν κλείσει τα βλέφαρα τους στην κουρασμένη πόλη. Το βαθύ μπλε διαχύθηκε σαν πεισματάρα ομίχλη στο χώρο καλύπτοντας τις γερασμένες οικοδομές και τις παλιές ετοιμόρροπες κεραίες στις ταράτσες. Κάποια αεροπλάνα έραβαν με τις γραμμές των καυσαερίων τους περιστασιακά το πέπλο της νύχτας, κινούμενα άστρα στον μερικώς έναστρο ουρανό. Οι δρόμοι λούστηκαν τα λιγοστά φώτα που ψέκαζαν οι παλιοί λαμπτήρες γκαζιού, φως που έπαιζε με τις σκιές από τους ανυποψίαστους διαβάτες, τα νυσταγμένα λεωφορεία και τα καταπονημένα αυτοκίνητα.

Αποχαιρέτησε τον φίλο του και κίνησε βιαστικά να προλάβει το τραμ. Κοίταξε το ρολόι, είχε ξεχαστεί. Το βήμα του τώρα άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο ταχύ. Σιγά-σίγα άρχισε να συνειδητοποιεί ότι έπρεπε να τρέξει. Το βήμα έγινε δρασκελιές και κατόπιν τροχάδην. Μέσα σε δύο λεπτά έτρεχε σαν να ήταν ολυμπιονίκης σε στάδιο στίβου. Ήλπιζε πως θα τα κατάφερνε και θα το προλάβαινε το τραμ  αυτό, το τραμ το τελευταίο…

Τελικά δεν το πρόλαβε. Λαχανιασμένος και γερμένος με τα χέρια στα γόνατα απόμεινε εκεί στη μέση του δρόμου να το βλέπει να ξεμακραίνει με τον γνώριμο ήχο των γραμμών που τρίζουν, σαν τον πείραζαν περιπαιχτικά που αψήφησε τον χρόνο. 

Για μια στιγμή πήγε να βλαστημήσει την τύχη του.  Μα στην επόμενη όρθωσε  αποφασιστικά το γερμένο κορμί του, σουλούπωσε τα ρούχα του και σαν να μην τρέχει τίποτα άρχισε να τραγουδάει τον σκοπό από το «τραμ το τελευταίο». Μετά γέλασε από μόνος του με το πάθημά του και πήρε το ποδαρόδρομο για το σπίτι. Ίσως κάτι καλό θα του τύχαινε και πάλι, κάτι θα του έφερνε η ζωή, όλα είχαν το σκοπό τους,  σκέφτηκε παραδομένος στον συρμό των μουδιασμένων βημάτων του. 

Περνώντας από το εμπορικό κέντρο η ματιά του προσέκρουσε στις βιτρίνες με τα ανέκφραστα μοντέλα και τον πλαστικό φωτισμό. Χρώματα και υφάσματα από τον τρίτο κόσμο, κομμένα και ραμμένα στις υποταγές ενός πρωτόγονου λάιφ-στάιλ να μαστιγώνει ακατάπαυστα τα κορμιά των κατοίκων. Ένας περαστικός με μία συρόμενη βαλίτσα ταξιδίου έστεκε εκεί αποσβολωμένος και τα κοιτούσε, επεκτείνοντας έτσι τη βιτρίνα πέρα από το γυαλί, στην άλλη πλευρά του πεζοδρομίου. Τα κουρασμένα μάτια του γυάλιζαν μέσα στο υγρό σκοτάδι, σπίθες σαν από ασετιλίνη στο καυτό μέταλλο της αλλοτρίωσης, του έδειχναν έναν άλλο τρόπο να ζήσει, να τραφεί, να κάνει έρωτα, μακριά από τις επιταγές της ψυχής του.  Τον προσπέρασε με μια άκομψη ντρίπλα, χωρίς καν να του αποσπάσει την προσοχή.

Στο σκουριασμένο λιμάνι τα πλοία μούγκριζαν αντιπαλεύοντας τον παφλασμό των αέναων κυμάτων και τους τσιριχτούς ήχους των γερανών.  Η υγρασία σε εκείνο το μέρος ένα κρύο μέταλλο να αγκαλιάζει τους λιμενεργάτες προσκαλώντας τους να χορέψουν ακόμα μια νύχτα το ίδιο πρόστυχο ταγκό κάτω από τους ήχους των κλαρκ και των λαμαρινών που μούγκριζαν. Ο μανιασμένος θαλασσινός αγέρας διάβρωνε τα ίχνη από τα χέρια που κάποτε άγγιξαν τα κοντέινερ στην αντίπερα όχθη του ωκεανού.

Κάποια ζαλισμένα μπαράκια που τρεμόπαιζαν στο φως των κεριών ετοιμάζονταν να σβήσουν. Οι λιγοστοί θαμώνες, σαν δερβίσηδες που πάνω στις στροφές απώλεσαν παντελώς τη θρησκεία τους, εγκατέλειπαν άβουλα τα παλιά σανίδια, γεμάτα με ποτισμένα αποτσίγαρα και ποτό να κολλάει, και με άδεια καρδιά ξάπλωναν στα γόνατα του ύπνου ικετεύοντάς τον να τους απελευθερώσει από τα δεσμά του. Η ίδια διαδρομή κάθε βράδυ, άλλα πρόσωπα, μα μέσα τους οι ίδιες ψυχές να μετενσαρκώνουν το ίδιο μοτίβο. 

Τα παλιά σταράκια είχαν σχεδόν λιώσει, παντού  μοσχομύριζε και η γέρικη άσφαλτος διψούσε, ήταν όμορφη αυτή η καλοκαιρινή νύχτα και τόσο δροσερή. Πια δεν νύσταζε, οι αισθήσεις του ήταν σε εγρήγορση και τα μάτια του σαν τα ορθάνοιχτα παράθυρα των σπιτιών στις γειτονιές που περπατούσε. Που και που συναντούσε και κάποιον άνθρωπο στο μπαλκόνι του να χαίρεται και αυτός τη δροσιά και το άρωμα των γιασεμιών. Από πάνω του ένα φεγγάρι που λίγο ακόμα ήθελε για να γίνει πανσέληνος, με το φως του να πέφτει ορμητικά σαν καλοκαιρινή βροχή από τον ουρανό πλημμυρίζοντας το ψηφιδωτό ανάγλυφο της πόλης.

Σε κάποιο σημείο της πορείας του στάθηκε και έκλεισε για μία ακόμα φορά τα μάτια του. Ασάλευτος εκεί τα κράτησε κλειστά. Αφέθηκε για μια ακόμη φορά στο κύμα της, άνοιξε τα πνευμόνια του και επέτρεψε στον χείμαρρό της να κατακλύσει το κορμί του. Ένα ρίγος τον κατακυρίευσε, το κάθε κύτταρό του ηλεκτρίστηκε από ενέργεια, μόνο η καρδιά ακουγόταν τώρα πια. Και τότε ήταν που ένοιωσε. 

Ένοιωσε για πρώτη φορά τους ανθρώπους αυτής της πόλης. Ναι, τους ένοιωσε. Να κοιμούνται γλυκά κι ανάλαφρα, με τα στρώματά τους να επιπλέουν σε μακρινές θάλασσες πλασμένες απ’ όνειρα. Είδε τα νυσταγμένα χέρια να χαϊδεύουν τα μέτωπα των μικρών παιδιών στοργικά και μετά να τα φιλούν γλυκά πριν τα παραδώσουν στον Μορφέα. Τραντάχτηκε συγκλονισμένος από τα ιδρωμένα κορμιά που χόρευαν ξεγελασμένα από την ηδονή και το πάθος, μέσα στη μέθη των πιο ακραίων αισθήσεων, τον αρχέγονο χορό του έρωτα.  Άκουσε το πρώτο κλάμα, αφουγκράστηκε τα πιο μυστικά  λόγια, τις λάγνες υποσχέσεις των μοιραίων εραστών, τις πιο βαθιές προσευχές, τα πιο ζεστά ψιθυρίσματα να ζεσταίνουν με την ανάσα τους τα πρόσωπα, τα πιο πρόστυχα μυστικά, τα ύστατα λόγια, τα τελευταία δάκρυα... Λικνίστηκε όπως το αγεράκι που μπαίνει στα υπνοδωμάτια και χαϊδεύει ανέμελα τα μαλλιά, το γυμνό δέρμα, τα υγρά χείλη και τις ζεστές φλέβες. Στροβιλίστηκε σαν το κρασί στο πρώτο αντάμωμά του με το κρύσταλλο. Αισθάνθηκε όλες τις ψυχές που είχαν φύγει προ πολλού να τον αγκαλιάζουν γεμάτες αγάπη και να τον κερνούν μηνύματα και φιλιά λατρεμένα για όλους εκείνους που δεν έχουν ποτέ ξεχάσει. Και πόσα άλλα.

Έμεινε εκεί για πολύ ώρα, παραδομένος, άυλος, διάφανος... Κάποια στιγμή άνοιξε ξανά τα μάτια, σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε ψηλά τον έναστρο τώρα πια ουρανό, τον Ωρίωνα, τη μεγάλη άρκτο, την Κασσιόπη και τους άλλους αστερισμούς. Κάτω από τα πάλσαρ, αυτούς τους διαστημικούς φάρους να του κλείνουν που και που το μάτι, γεμάτος δέος και ευγνωμοσύνη υποκλίθηκε στη νύχτα και χαμογέλασε ευτυχισμένος. Κάτι καλό είχε συμβεί ξανά.



(Ντίσελντορφ, 26 Απριλίου 2014)

Λύθηκε η ζωή από τα δεσμά της και ξεχύθηκε από τη σπηλιά της
Άκουσα μέρες πολλές το κάλεσμά της και τη ζεστή μιλιά της

Για όλους εμάς που είχαν ξεχαστεί σ’ ένα μυστικό κρησφύγετο
τότε που οι μανάδες μας μας έκρυβαν από τον αρχαίο Ταΰγετο 

Κίνησα χωρίς σκοπό να αλλάξω τη ρότα της ζωής μου
Μα το στίγμα θάμπωσε τους μαιάνδρους της πνοής μου

Τρέκλιζαν τα σοκάκια και οι σκιές ζητούσαν απαντήσεις
Οι δρόμοι μας μπερδεύτηκαν και άντε να τους ξελύσεις

Κι ήταν το βήμα μου πότε ταχύ και άλλοτε γέρου επαίτη
Κι η φωνή μου ιαχή μα και παραλήρημα που κράταγε έτη

Κι όμως η ψυχή μου γλύκανε και ένοιωσα απέραντη γαλήνη
σαν είδα μέσα μου τη Σφίγγα για μένα το αίνιγμά της να λύνει

Κι οι φίλοι μου οι τόσο αγαπημένοι φάνηκαν μπροστά μου
και η χαρά μέσα μας φεγγοβόλησε σαν αστέρι της άμμου

Κι η αγάπη μου η λατρεμένη που είχα τόσο επιθυμήσει
έσπασε τον αργαλειό της και σκίρτησε να με προϋπαντήσει

Μεθυσμένη η νύχτα τύλιξε τα κορμιά σαν δροσερό μετάξι
Τα χέρια ψηλάφισαν τα χείλη και η μοίρα είχε πια αλλάξει

Έσκασε η καρδιά σαν μπαλόνι και ξαναγεννήθηκε ο παλμός
Σ’ αυτό το σύμπαν που ξημερώνει κανείς δεν είναι μοναχός



(Ντίσελντορφ 2014)

Στο ένα χέρι της η κόκκινη βαλίτσα. Στο άλλο το τηλέφωνο που μόλις έχει κλείσει. Στέκεται πριν επιβιβαστεί εκεί αμήχανα σαν από πάντα. Βουβή, συναισθηματικά φορτισμένη, απορεί τι έφταιξε, τι πήγε στραβά. Αναρωτιέται και ένα μεγάλο «γιατί» φουσκώνει μέσα στο μυαλό της πιέζοντας το κεφάλι της σαν έτοιμο να εκραγεί.

Επιβιβάζεται χωρίς να το συνειδητοποιήσει.

Ταξίδι με τρένο για την πόλη μια ηλιόλουστη μέρα. Στάση σε έναν μικρό σταθμό. Απέναντι της η θάλασσα. Το βλέμμα της κολλημένο στον ανοιχτό ορίζοντα. Συνέρχεται σιγά-σιγά, ίσως τώρα μπορεί να δει. Μια μπόρα φωτός καθώς το τρένο αλλάζει κατεύθυνση και τώρα πια κοιτάζει προς στην πλευρά του ήλιου.

Ένας ολοφώτεινος κόσμος ξανοίγεται διάπλατα μπροστά της. Σαν να έχει να επιλέξει ανάμεσα στον γαλάζιο ορίζοντα, εκεί όπου τα πλοία ανοίγουν διάπλατα τα πανιά τους στον δροσερό θαλασσινό άνεμο, έτοιμα να χαθούν πέρα από τη γραμμή του ορίζοντα, πέρα απ’ τον σταθμό. Και σε αυτό το τρένο, ένα παλιό σκουριασμένο θηρίο, που για λίγο γίνεται η μητέρα της, τη δέχεται στα σιδερένια σκουριασμένα σωθικά του και τη γεννάει ξανά μέσα σε άλλες  πόλεις, εκεί όπου ποτέ δεν υπήρξε ποτέ, εκεί όπου η τρελή κίνηση γίνεται μάστιγα. Η ζωή της είναι πάλι εκεί όπου κάποιοι τροχοί στριφογυρνούν. Ακολουθεί το μάθημά τους, ακούει τη μουσική τους, λικνίζεται στη ροπή τους… Στο μυαλό της θυμάται εκείνον τον αγκαζέ χορό στη μικρή πλατεία, μακριά από τα φώτα των πόλεων. Από εκεί και ύστερα το παιχνίδι των κύκλων.

Συλλογίζεται την πορεία της ζωής της. Στο μυαλό της έρχονται και στριφογυρίζουν κύκλοι, χιλιάδες ατελείωτοι κύκλοι. Ένα χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη. Και οι κύκλοι γίνονται πουλιά, τα βλέπει τώρα να ταξιδεύουν προς το βάθος του ορίζοντα, εκείνου ακριβώς απέναντι από τον μικρό σταθμό, εκεί όπου το τρένο σταμάτησε για λίγο και πάλι σε λίγο θα ξεκινήσει για τον κόσμο των κύκλων. Και ιδού η ζωή της πάλι, ένα ατέρμονο σύμπλεγμα από κύκλους. Μοιάζει να ξετυλίγεται μπρος της μια αγαπημένη μελωδία, ένα ευώδες άνθος που ανοίγει τα πέταλά του και το οποίο σε λίγο θα μαραθεί στα χέρια της, αλλά αυτή του η θυσία δεν θα είναι άσκοπη, το άρωμα του θα διαποτίσει όλη την ψυχή της. Και η πορεία να της φωνάζει πως πρέπει να επιλέξει. Με ποιας ψυχής τα κριτήρια; Τι είναι χρώμα, ευωδιά, συναίσθημα; Πως είναι δυνατόν να γίνουν όλα αυτά τόσο απλά μια απόφαση;

Ταξίδι με ένα παλιό τρένο για την πόλη των μικρών χαμένων κύκλων. Απέναντι η θάλασσα. Το σώμα να αποτελείται από το δροσερό νερό, μέσα από αυτό γεννήθηκε. Ένα χαμόγελο στα χείλη. Και ίσως το τρένο να ξεφύγει από την πορεία του, οι ράγες να στραφούν και να ξαπλώσουν πάνω στα κύματα, τα κύματα να αγκαλιάσουν το κορμί της, ανάσκελα στη δροσερή θάλασσα να λιάζεται, παραδομένο στη γαλήνη και στην αλμύρα, ξεπλυμένο από τη σκόνη και τον ιδρώτα, χωρίς βάρος. Μόνο η γλυκιά παράδοση.

Ανοίγει τη τσάντα της και βγάζει ένα χαρτί. Γράφει μέσα στην κίνηση ένα σημείωμα:

«Μέσα σε πόλεις μεγαλώσαμε μαζί. Μέσα σε κόσμους χωρίς φως και καλοτάξιδα πουλιά. Χωρίς θάλασσα. Οι ζωές μας κατάντησαν κύκλοι, όχι πια εκείνοι οι κύκλοι-ζάντες ενός ποδήλατου να το οδηγεί ξέγνοιαστα και ανέμελα κάποιο παιδί, άλλα κύκλοι των τροχοφόρων, κύκλοι μέσα στην αξιολόγηση των γραπτών μας, κύκλοι που κάναμε όλοι μας γυρνώντας ξανά και ξανά ο ένας πίσω στον άλλον.
Εύχομαι! Ας γίνει αυτήν την στιγμή, αυτό το απόγευμα, η θάλασσα ένα με την ψυχή μου. Και όλα αυτά τα τρένα που με ταξίδευαν τόσα χρόνια ας γίνουν ένα με το νερό. Ας χαράξει αυτό το φως μέσα μου βαθιά τις πιο όμορφες εικόνες αυτού του ηλιοβασιλέματος που αντικρίζω αυτήν τη στιγμή. Θεέ μου, πόσο κουράστηκα να προσπερνώ βιαστικά τις βιτρίνες του ψέματος. Θέλω να σταθώ για μια στιγμή, μέσα τους να κοιτάξω, να δω τη μορφή μου να μου χαμογελάει, να αλλάξω την πορεία μου και ότι μου μαύριζε την ψυχή να το στείλω στο καλό.».

Το τρένο είναι έτοιμο να ξεκινήσει ξανά. Μαζί του και εκείνη για μια ακόμα φορά. Ένας ελεγκτής την πλησιάζει και της ζητά το εισιτήριο. Αφήνει στα χέρια του το εισιτήριό της, μαζί και το χαρτί. Σηκώνεται και βαδίζει προς την πόρτα με σιγουριά. Δεν υπάρχει άλλη διαδρομή, δεν υπάρχει άλλος προορισμός πια.

Ο άνθρωπος της φωτογραφίας έμοιαζε σαν ζωντανός. Θαρρούσες πως την επόμενη στιγμή θα έβγαινε από το πλαίσιο και θα συνέχιζε την πορεία του στο δωμάτιο. Τόσο ζωντανή ήταν η εικόνα.

Η Λίζα απόμεινε να τον κοιτάζει ξεχασμένη, παραδομένη στην εικονική κίνηση της εικόνας και τα θερμά χρώματα να ανεβάζουν τη θερμοκρασία στον χώρο. Το τρίξιμο της πόρτας την επανέφερε στην πραγματικότητα. Γύρισε το κεφάλι της προς τα εκεί και πλάγιασε την κορνίζα πάνω στο κομοδίνο.

«Εσύ είσαι;», είπε σαν να μην ήξερε ποιος ήταν, κι ας ήξερε.  «Να, χάζευα λίγο τον χώρο σου, είναι υπέροχο αυτό το δωμάτιο…».

Είχε δίκιο, το δωμάτιο πράγματι ήταν μοναδικό! Το φως του ήλιου που ξεγλιστρούσε απαλά μέσα από τα στόρια και τις μαρκίζες, οι φωτεινοί πολύχρωμοι τοίχοι, τα χρώματα και η μεθυσμένη σύνθεση, αυτή η ενθουσιώδης ξέφρενη σαλάτα από τα πρωτοποριακά μοντέρνα έπιπλα… Ναι, αυτό ήταν το κάτι άλλο, αυτό ήταν γούστο και δημιουργικότητα!

«Νόμιζα ότι θα ερχόσουν πιο νωρίς… Μου άνοιξε η μητέρα σου.», είπε στον Χάρη.

Εκείνος την κοίταξε γεμάτος έκπληξη και απορία, μα και με χαρά. Δεν φανταζόταν ότι θα την ξανάβλεπε, είχε περάσει τόσος καιρός. Άλλες εποχές μόλις βλεπόντουσαν θα έτρεχαν να αγκαλιάσουν ο ένας τον άλλον, να χαρίσουν ένα χάδι στο μάγουλο και ένα ανακάτεμα στα μαλλιά. Μα σήμερα, όλα αυτά είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

«Ξέρω, μου είπε.», αποκρίθηκε αυτός. «Ήρθες για να πάρεις το κουτί…».

Δύσκολες στιγμές, αμήχανες στιγμές, από εκείνες που δεν φαντάζονταν κανείς ότι θα τις ζήσει. Στιγμές που όταν έρχονται δεν μπορείς να τους ξεφύγεις και απομένεις απλώς εκεί παραδομένος άνθρωπος στη διάβρωση που προξενούν μέσα σου. Θέλεις να χαθείς, να μην υπάρξεις εκείνην τη στιγμή, κι όμως κάτι σε κάνει να θέλεις να τις ζήσεις. Αυτό ήταν που ζούσαν τώρα οι δυο τους.

Ένας τυπικός διάλογος του τύπου «τι κάνεις, πώς τα περνάς…». Έπειτα, πήγε σε ένα ντουλάπι και έβγαλε από το κάτω ράφι ένα μικρό κουτί.

«Είναι όλα εδώ», είπε. «Από τότε που έφυγες, δεν το έχω ανοίξει».

Το έπιασε αμήχανα, μουδιασμένα. Τα δάκτυλα της άρχισαν να τρέμουν, κάποια στιγμή ακούμπησαν τα δικά του και ένα ρίγος διαπέρασε το στήθος της. Και το δικό του.

«Πώς πέρασε ο καιρός», είπε χαμογελώντας αμήχανα, χαρίζοντας του ένα από εκείνα τα σπασμένα χαμόγελα του πρώτου καιρού. Η φωνή της πάλευε να διατηρήσει ένα στίγμα μέσα σε κάποιο κρυφό πέλαγος λέξεων που δίσταζαν να πάρουν ζωή, αντιμέτωπη με τη φουρτούνα του αναστεναγμού και της κατάρρευσης. Σκίρτησε κάτι μέσα του, ταράχτηκε. Και θυμήθηκε. Στιγμές, χρόνια, μέρες… πώς πέρασαν όλα αυτά από τότε; Και οι δύο τους πάλεψαν πολύ να ξεχάσουν, και τώρα άρχισαν, όπως δύο παιδιά που είχαν καιρό να ξαναδούν θάλασσα, να σκάβουν ξέφρενα την άμμο των αναμνήσεων και να γκρεμίζουν γεμάτα χαρά τα κάστρα τους.

Έσκυψε το κεφάλι του, χαμήλωσε και εκείνη το κεφάλι της να μη βλέπουν ο ένας τον άλλον. Αυτή να κρατάει ευλαβικά με τα δυο της χέρια το κουτί, αυτός να μη μιλάει. Νεκρική σιγή για αρκετή ώρα. Δεν βγαίνουν εύκολα λέξεις τέτοια ώρα.

«Θα σε ξαναδώ κάποια στιγμή;», ακούστηκε κάποια στιγμή η φωνή του να σπάει το καλούπι της σιωπής. «… έτσι, για έναν καφέ…».

«Ίσως…», του απάντησε αυτή. Ήξερε ότι ήταν ψέμα, το ήξεραν και οι δυο τους.

«Γεια σου», είπε αμήχανα και με μια βιαστική κίνηση πήρε μια στροφή και βάδισε βιαστικά προς την έξοδο, ένας αλλιώτικος Οδυσσέας που δεν θέλει να ξεφύγει από τον Πολύφημο κι όμως δραπετεύει. Και εκείνη η ερώτηση να έχει μείνει να βουίζει για πάντα στο μυαλό του: Ποιος είσαι; Είμαι ο «κανένας»!

Απόμεινε εκεί ακίνητος, μαρμαρωμένος να την κοιτάζει να εγκαταλείπει, μαζί και η γη κάτω από τα πόδια του.



(Ντούισμπουργκ 2012)

Η μέρα ήταν βροχερή και κρύα. Το σκεφτόταν να βγει έξω από το σπίτι της. Βλέπεις, εδώ και καιρό είχε εκείνην την καταραμένη τρύπα στο δεξιό παπούτσι της και κάθε φορά που περπάταγε σε βροχερό δρόμο το πόδι της πλημμύριζε λασπωμένα νερά. Καθόταν εκεί, στην παλιά πολυθρόνα και περίμενε καρτερικά να περάσει η ώρα. Και μετά θα μπορούσε να ανάψει τη σόμπα να ζεσταθεί. Έτριψε για ακόμα μια φορά τα χέρια της, αχνίζοντάς τα με την ανάσα της για να ζεσταθούν. Σηκώθηκε και έριξε πάνω της ένα παλιό τρύπιο σάλι. Μετά ξανακάθισε στον καναπέ και κουλουριάστηκε τουρτουρίζοντας. 

Οι  παλιοί τοίχοι με το ξεβαμμένο υδρόχρωμα και το ξύλινο γδαρμένο πάτωμα που σε κάποια σημεία σάπιζε από την υγρασία έκαναν το σπίτι να αναδίδει μια βαθιά μυρωδιά μούχλας. Όλες οι λάμπες στο ταβάνι είχαν καεί. Δεν μπορούσε να ανέβει στη σκάλα για να τις αλλάξει, τα πόδια της δεν τη βαστούσαν πια για αυτήν τη δουλειά. Άσε που φοβόταν μην ζαλιστεί και πέσει…  Αν έσπαγε κανένα πόδι, θα ήταν καταδικασμένη να μείνει στο κρεβάτι για πολύν καιρό. Θυμήθηκε τον συγχωρεμένο τον άνδρα της που πάντα φρόντιζε να αλλάζει τις λάμπες σαν καιγόντουσαν. Στο μυαλό της ήρθαν μπροστά στιγμές από το παρελθόν, τότε που το δωμάτιο ήταν γεμάτο φως και ζεστασιά.

Δεν άνοιξε την τηλεόραση σήμερα. Ξέχασε να την ανοίξει. Καλύτερα. Οι ειδήσεις τον τελευταίο καιρό είναι γεμάτες εγκληματικότητα και  τρόμο. Κάθε φορά που παρακολουθεί σαν υπνωτισμένη το πόσες ληστείες και δολοφονίες έγιναν, το βράδυ δεν μπορεί να κοιμηθεί και την άλλη μέρα δεν τολμά να βγει από το σπίτι. Άκουσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι σκότωσαν έναν γείτονά της για μερικά ψιλά που είχε στην τσέπη του. Ο άνθρωπος έμενε στη διπλανή πολυκατοικία. Κι όμως, κανείς από τους γείτονες δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Ούτε καν η ίδια…

Το ένα τζάμι στο παράθυρο είναι σπασμένο. Το έχει καλύψει εδώ και πολύν καιρό με ένα χοντρό χαρτόνι και ταινία συσκευασίας. Έχει ποτίσει κι αυτό από την υγρασία και τη βροχή. Θα ήθελε να καλέσει τον τζαμά να το αντικαταστήσει, αλλά με τι χρήματα και  πώς αφού το τηλέφωνο είναι κομμένο; Ήδη πριν εβδομάδες ανακοινώθηκαν από την κυβέρνηση τα νέα, για μια ακόμα φορά, έκτακτα οικονομικά μέτρα με σκοπό να διασωθεί η χώρα από την χρεοκοπία. Η σύνταξή της μειώθηκε σε τέτοιον βαθμό που πέρα από το φαγητό και τους πάγιους λογαριασμούς δεν απομένει τίποτα άλλο. Μήτε για τις βασικές ανάγκες. Φάρμακα δεν καλύπτονται και πρέπει λένε να τα αγοράζει η ίδια. Αλλά πώς; Και το πετρέλαιο της θέρμανσης και αυτό το μετράει με το σταγονόμετρο. Περιμένει να έρθει το βράδυ να μπορέσει να ανάψει για λίγο τη σόμπα να ζεσταθεί. Μακάρι να μην το ακριβύνουν και άλλο, σκέφτηκε χθες και τα μάτια της βούρκωσαν.

«Δύσκολα τα χρόνια Αλίκη μου», ψέλλισε για μια στιγμή απευθυνόμενη στον εαυτό της. Ανασηκώθηκε από την πολυθρόνα και βάδισε προς το παράθυρο. Από το θαμπό τζάμι κοίταξε τον δρόμο. Είδε ανθρώπους να τρέχουν για να προλάβουν, ποιος ξέρει τι άραγε ο καθένας τους, και άλλους να περπατούν βαριά και αργόσυρτα σαν χαμένοι.  Μουντό και καταθλιπτικό το σκηνικό σε αυτήν τη μικρή απομονωμένη συνοικία στην άκρη της πόλης, δίπλα στα παλιά εγκαταλειμμένα εργοστάσια. Μονάχα αυτό της παραγωγής πολεμικού υλικού συνέχιζε να λειτουργεί, ακόμα πιο εντατικά τώρα πια.

«Ολόκληρη ζωή, πώς πέρασε; Και πώς έφτασε να είναι πια σε αυτήν την κατάσταση, μονάχη, με τον άνδρα της και την κόρη της να έχουν φύγει πια από τη ζωή;», αναλογίστηκε καθώς χάζευε την κίνηση.
Αύριο το πρωί θα πήγαινε στο σούπερ μάρκετ να πάρει λίγο ρύζι και ίσως και λίγο λάδι. Όχι πολύ, ίσα-ίσα ένα μπουκαλάκι, χρειάζεται βλέπεις και αυτό. Και έπειτα στον φούρνο να πάρει ψωμί, από το χθεσινό που είναι πιο φθηνό. Και αν φτάνουν τα χρήματα και βαστούν και τα πόδια της, ίσως να περπατήσει μερικά τετράγωνα πιο πέρα να πάρει και λίγα φασολάκια από τη λαϊκή αγορά.  Μακάρι να τη βαστάνε αύριο τα πόδια της…

Απόμεινε εκεί να χαζεύει τους ανθρώπους και τα αυτοκίνητα στο φανάρι. Ξαφνικά η προσοχή της αποσπάται από εκείνο το δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Συγκεντρώνεται να ακούσει καλύτερα. Σιωπή. Ύστερα ξανά, δύο χτυπήματα στην πόρτα, πιο δυνατά τώρα. Αναρωτιέται αν θα πρέπει να ρωτήσει ποιος είναι. Αν είναι, όμως, κάποιος διαρρήκτης; Και αν αυτός νομίσει ότι στο σπίτι δεν είναι κανείς και διαρρήξει την πόρτα; Σαστίζει. Τα χέρια της, τα πόδια της αρχίζουν να τρέμουν… Προσπαθεί να σκεφτεί τι να κάνει. Ξάφνου, ακούγεται μια φωνή. «Κυρία Αλίκη, με ακούτε; Ο διαχειριστής είμαι…». Νοιώθει μια απερίγραπτη ανακούφιση, τη γνωρίζει αυτήν τη φωνή… Μα την αμέσως επόμενη στιγμή έτσι απότομα ένας νευρικός σπασμός κόβει στα δυο το κορμί της, αυτό ήταν, δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο, το καταβεβλημένο από την κακή σίτιση κορμί της καταρρέει… Σωριάζεται στα γόνατα, ξεσπάει σε λυγμούς, σκυφτή και κουλουριασμένη, σε ένα βαθύ βουβό κλάμα, εκεί πίσω από την πόρτα, πίσω από ολάκερο τον κόσμο που δεν έχει πια κάτι να της πει, κάτι να της ψελλίσει για στερνή φορά, κάτι σαν από παιδικό παραμύθι των παιδικών της χρόνων, μια τρυφερή φωνή ή δύο ζεστά χέρια να τη σκεπάσουν, πριν τα μάτια της κλείσουν και εκείνη αποκοιμηθεί.


(Ντούισμπουργκ 2012)

Δελφίνι! Σίγουρα πρέπει να ήταν ένα δελφίνι και όχι καρχαρίας. Οι καρχαρίες έχουν εκείνο το μαύρο πτερύγιο που στη θέα του ολάκερες παραλίες γεμίζουν λουόμενους σε κατάσταση παραληρήματος και πανικού. Όχι, σίγουρα ήταν ένα δελφίνι, κανείς δεν φαίνονταν να ταράζεται, εκεί σε αυτήν την μικρή παραλία της Σύρου.

Το χέρι του γονιού μου με κρατούσε σφικτά καθώς κατεβαίναμε τον απόκρημνο δρόμο προς την Ποσειδωνία. Πιο κάτω το δροσερό κύμα φλέρταρε με τα γυμνά προκλητικά βράχια, ένας άνισος αγώνας επικράτησης κάτω από τον αφρό και τους ήχους των γλάρων. Κι ένας ήλιος πιο ψηλά που κατέβαινε για να ανταμώσει τη δύση, με τη θάλασσα από μακριά ένα τεράστιο γαλάζιο στρώμα να ξαπλώσεις να κοιμηθείς και να ξαναγεννηθείς. Και εκεί κάπου φάνηκε αυτό το πλάσμα... Όχι, δεν ήταν καρχαρίας, δεν ταίριαζε μια τέτοια παρουσία σε αυτό το ειδυλλιακό κάδρο των ματιών μου, δεν μπορεί να ήταν καρχαρίας.

Το ίδιο βράδυ μαζευτήκαμε όλοι κάτω από το μεγάλο πεύκο να συζητήσουμε τα μαντάτα, άλλα από την τηλεόραση και άλλα από τα λίγα νέα που πηγαινοέρχονταν από στόμα σε στόμα. Κανείς δεν έλεγε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα, η αναταραχή είχε απλώσει το πέπλο της και έντυνε την κάθε μας λέξη με ένα τεράστιο γιατί. Το φορτισμένο κλίμα, η αγωνία και ο φόβος διαδέχονταν το ένα συναίσθημα μετά το άλλο, σαν τις τρεμάμενες σκιές που ζωγράφιζε η φωτιά τη νύχτα στους πέτρινους τοίχους αυτού του μικρού χωριού. Εμείς τα παιδιά είχαμε μαζευτεί ένα μεγάλο τσούρμο μέσα στο πλήθος των μεγάλων. Που και που πηγαινοερχόμουν προς το πηγαδάκι της Μαρίας και άκουγα και εγώ για τον Θοδωρή. Κανείς μας δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί, οι μεγάλοι δεν μαρτυρούσαν τίποτε, μέσα σε ένα κλίμα συγκίνησης και αναστάτωσης μας τόνιζαν με έναν τόνο αυστηρό, μα και προστατευτικό συνάμα, να μην πάμε προς τη θάλασσα, ήταν επικίνδυνα τώρα πια εκεί, έλεγαν. Αυτή η βαθιά σιωπή μαζί με την ανεξήγητη για τα παιδικά μας μάτια απαγόρευση ήταν οι σπίθες στο μπαρούτι για να αρχίσουν να πλάθονται απίστευτα εξωπραγματικές ιστορίες, ιστορίες που μας γέμιζαν ταραχή και δέος, που μας ωθούσαν σε μια κατάσταση υπερδιέγερσης και αγωνίας για το τώρα και το πάντα. Τι ακριβώς είχε συμβεί στον Θοδωρή; Κανείς δεν μιλούσε…

Θα ήταν τότε, θαρρώ, το πέμπτο καλοκαίρι που επισκεπτόμασταν εγώ και οι γονείς μου τις Αγκαθωπές. Παραθερίζαμε συνήθως για δύο εβδομάδες και μιας και το κλίμα εδώ είναι ανέκαθεν οικογενειακό, πάντα έβρισκα φίλους να παίζω, πότε τους παλιούς μου από περσινά καλοκαίρια, πότε άλλα καινούρια παιδιά κυρίως από την Αθήνα ή κάποια άλλη πόλη. Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι μας στις Αγκαθωπές, δεν ξανασμίξαμε ποτέ πια εκεί. Την άλλη μέρα μαζέψαμε τα πράγματά μας και αποχωρήσαμε βιαστικά για τη Θεσσαλονίκη αφήνοντας πίσω μας για πάντα αυτό το γαλήνιο μέχρι πρότινος μέρος, όχι όμως την αγωνία μας για το περασμένο βράδυ.

Δεν ξανάκουσα από τότε ποτέ κάτι ξανά για τον Θοδωρή.



(Ερμούπολη 2005)

Ζει χρόνια τώρα εδώ σε αυτήν την απομονωμένη βιομηχανική συνοικία κάτω από εκείνον τον δυνατό χαρακτηριστικό θόρυβο που παράγουν τα μηχανήματα του εργοστασίου. Ώρες ατελείωτες εκεί μέσα, μπροστά στην κυλιόμενη λωρίδα, είναι σαν να έχει γίνει πια το ένα και το αυτό με τα ρομπότ. Κάποιες στιγμές το μυαλό του κολλάει, μα και αυτό για πολύ λίγο. Συνήθως τον περισσότερο χρόνο λείπει, το μυαλό και οι σκέψεις του ταξιδεύουν μακριά, πέρα από τόπους και χρόνους.

Σκέφτεται τον ήχο της μηχανής. Μοιάζει να είναι προσεκτικά προμελετημένος, να σχεδιάστηκε έτσι ώστε να δίνει τον κατάλληλο εκείνο ρυθμό, ικανό να καθηλώνει, να αιχμαλωτίζει το πνεύμα και το σώμα, να μην μπορείς να φανταστείς κάτι άλλο εκτός από το εργασιακό σου καθήκον. Θα έλεγε κανείς πως είναι μια μονότονη μουσική αυτός ο ήχος, μουσική από καλλιτέχνες χωρίς ψυχή, χωρίς συμπόνια . Και η τέχνη, συλλογίζεται… τι είναι τέχνη; Στο τέλος, το νόημα, η ουσία και ο σκοπός διαμελίζονται και σκορπίζονται μακριά, πέρα από τα σημεία του διανοητικού του ορίζοντά. Και έπειτα η ανθρωπιά… Τι είναι αυτό; Πίσω από τα γυαλιά των διοικούντων ποιος μπόρεσε, άραγε, να δει τα μάτια ενός ανθρώπου; Όσο υπάρχει αυτός ο ρυθμός δεν υπάρχει σκέψη αλληλεγγύης και συλλογικότητας. Εκεί είναι που συνειδητοποιεί ότι του απομένει απλά και μόνο το ένστικτο.

Ίσως κάπου εκεί στο βάθος της ψυχής του να είναι θαμμένα το όνειρο, η ελπίδα για ελευθερία. Για μια απόδραση προς έναν ανοικτό χώρο, ακόμα και προς τους βάλτους που βρίσκονται στα όρια της συνοικίας. Όμως και αυτά χάνονται πάνω στην κορδέλα. Ο ρυθμός είναι καλά μελετημένος.

Σκέφτεται ξανά… πως η ελπίδα και ο φόβος είναι τα εργαλεία που οπλίζουν τους ισχυρούς. Η αλήθεια είναι πως ποτέ, ποτέ μα ποτέ κανείς από τους εργάτες δεν πρόκειται να τα καταφέρει να ξεφύγει από εκείνην τη φυλακή. Τους δεσμεύουν οι εικονικές κοινωνικές υποχρεώσεις που τόσο περίτεχνα τους τις παρουσίασαν ως ελεύθερες επιλογές. Τους δεσμεύουν οι ψεύτικες ελπίδες με τις οποίες βαυκαλίζουν τον εαυτό τους και καταπνίγουν δεξιοτεχνικά οτιδήποτε έχει απομείνει από την ξεχασμένη ψυχή τους. Για ένα ξέφωτο, μια στιγμή πραγματικής μελωδίας και γαλήνης, ένα λεπτό όπου θα φορέσουν τα καλά τους ρούχα και θα πάνε να επισκεφθούνε τους εαυτούς τους που έχουν να δούνε χρόνια. Μια εσωτερική εξορία.

Μα εκείνο που τους δεσμεύει πιο πολύ από όλα είναι η δειλία, παραδέχεται ο ίδιος για τον εαυτό του. «Είμαστε τόσο άτολμοι που δεν μπορούμε να παραδεχθούμε τη συνενοχή μας σε αυτό το θέατρο του παραλόγου. Έχουμε καταντήσει δούλοι, τρέμουμε μην τυχόν μας αποδεσμεύσουν από τα δεσμά μας. Κατά βάθος τον αποζητούμε αυτόν τον ρυθμό, δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτόν…».

Ζει χρόνια τώρα εδώ σε αυτήν την απομονωμένη συνοικία κάτω από εκείνον τον χαρακτηριστικό ρυθμικό ήχο που δημιουργείται από τα μηχανήματα παραγωγής πολεμικού υλικού. Ώρες ατελείωτες μπροστά στην κυλιόμενη λωρίδα, εκεί όπου γίνεται ο τελικός έλεγχος για τις χειροβομβίδες, έχει γίνει ένα με τα ρομπότ. Κάποιες στιγμές κολλάει, σκέφτεται να τραβήξει μια περόνη, να φωλιάσει με μητρική αγάπη κάποιο από τα δημιουργήματά του στην αγκαλιά του, ωστόσο αυτή η επιθυμία διαρκεί πολύ λίγο. Χάνεται έτσι και αυτή η ευκαιρία. Μα στο κάτω-κάτω της γραφής, γιατί να τον πειράζει τελικά; Έτσι κι αλλιώς τον περισσότερο καιρό λείπει.

Ίσως αύριο πράξει διαφορετικά.



(Θεσσαλονίκη 2006)

Το βλέμμα μου καρφώθηκε στην εικόνα του περιοδικού που βρισκόταν πάνω στο μικρό τραπεζάκι. Θα ήταν θαρρώ από κάποιο φυλλάδιο της UNESCO ή μάλλον της UNICEF. Έδειχνε ένα μικρό μαυράκι να απλώνει τα χέρια του προς τον ουρανό, δίπλα σε κάτι αγκαθωτά συρματοπλέγματα. Κάτι ταρακουνήθηκε μέσα μου. Ο άλλος κόσμος και εμείς, σκέφτηκα. Πώς έγιναν έτσι τα πράγματα; Και πώς μπορεί κανείς μας να κάνει κάτι σ’ αυτόν τον κόσμο όπου όλοι τρέχουν σαν τρελοί; Ξυπνάς πρωί βίαια, τρέχεις για τη δουλειά, μποτιλιάρισμα, κακό, θα προφτάσω άραγε; Άγχος! Υστερία, φόβος, ναυτία, ασφυξία... Φορτώνεσαι δάνεια, δουλεύεις σαν το σκυλί και πάλι δεν προλαβαίνεις να χαρείς τις ψευδαισθήσεις σου. Σπίτι, οικογένεια, όλα όμως αλλοτριωμένα, πέρα από την αρχική τους χάρη. Καταναλωτισμός. Πλαστικό χρήμα. Ταυτότητα. Ποιος είμαι; Άραγε, θα προλάβω τη συνάντηση με τον εκπρόσωπο;

Φίλησα τη γυναίκα μου, ρώτησα για τα παιδιά, μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα ακόμα μια μέρα τον Γολγοθά μου. Έχω μάθει καλά τον δρόμο. Μυρίζομαι το μποτιλιάρισμα τώρα πια από μακριά, όμως πρέπει να το ανεχτώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Ακούω λίγο ραδιόφωνο. Καιρός. Αθλητικά, κομμένη και ραμμένη εξωτερική πολιτική. Εγκλήματα. Διαφημίσεις. Έχει ήλιο σήμερα, λίγα έως μηδαμινά σύννεφα στον ουρανό. Η πόλη σιγά-σιγά αρχίζει να ζεσταίνεται, να λειτουργεί. Κατεβάζω ταχύτητα, υπάρχει στημένο ραντάρ εδώ πιο κάτω. Ανάβω τσιγάρο. Ο ζεστός καπνός γεμίζει τα πνευμόνια μου, καίει τα σωθικά μου, χωρίς αυτόν όμως δεν ζω. Ή έτσι τουλάχιστον νομίζω ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Όπως και χωρίς τη δουλειά μου, τον ρόλο που επέλεξε για μένα η κοινωνία. Ψέματα! Εγώ την επέλεξα... Στάση στο φανάρι. Πεζοί διασχίζουν τη διάβαση. Κάποιοι γυρίζουν για μια στιγμή προς το αυτοκίνητο, ρίχνουν μια κλεφτή ματιά. Τα βλέμματά τσαλαπατημένα επιστρέφουν προς τα κάτω. Παρατηρώ. Είναι απίθανο, κι όμως, λίγοι άνθρωποι, πολύ λίγοι μπορούν να κοιτάξουν και λίγο ψηλά. Όλοι κοιτούν χαμηλά, συνήθως η ματιά τους κολλάει στα πόδια του μπροστινού. Πράσινο. Ανεβάζω ταχύτητα. Κορναρίσματα, κίνηση, κακό. Η πόλη ξύπνησε.

Σε λίγη ώρα θα είμαι στο ραντεβού μου. Το προλαβαίνω απ’ ότι φαίνεται. Με τυφλώνει προσωρινά η αντανάκλαση του ήλιου από έναν καθρέπτη. Στο πίσω κάθισμα ο χαρτοφύλακας με τα έγγραφα. Τουλάχιστον, σήμερα είναι γεμάτος με ουσία και νόημα. Είναι το βασικό μου όπλο στη συνάντησή μου. Σήμερα είναι η μέρα που περίμενα τόσον καιρό. Μακάρι να εξελιχθούν όλα ομαλά. Μετά από εκεί θα πάω στη δουλειά μου ικανοποιημένος. Ελπίζω να μην πάει χαμένη αυτή η μικρή άδεια χρόνου που μου χορηγήθηκε. Ποια άδεια χρόνου; Αφού έτσι κι αλλιώς θα την αναπληρώσω με επιπλέον υπερωρία...

Σκέφτομαι το περιεχόμενο του χαρτοφύλακα. Θεέ μου, πόσες θυσίες, πόσος ιδρώτας, κόπος, όνειρα απαιτήθηκαν για συγκεντρωθεί αυτό το υλικό; Και οι άνθρωποι που μου τον παρέδωσαν ευλαβικά γεμάτοι πίστη, ελπίδα και εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό μου. Πως με κοιτούσαν με εκείνα τα μάτια, Θεέ μου, πέρασε όλη η ψυχή τους από μέσα μου, εκείνη τη στιγμή ένιωσα άνθρωπος, εκείνη τη στιγμή και για πάντα!

Φανάρι πάλι. Στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα του μικρού μαύρου παιδιού που πρόσεξα πιο πριν. Οραματίζομαι. Προσεύχομαι σιωπηλά για ειρήνη, για ανθρωπιά και καλοσύνη, εδώ, μπροστά στους πεζούς στη διάβαση. Πράσινο. Λίγα μέτρα ακόμα. Με κόπο παρκάρω. Κέρμα στο παρκόμετρο. Διασχίζω τη λεωφόρο βιαστικά με τα πόδια. Σχεδόν στην ώρα μου. Κεντρική είσοδος, ασανσέρ, αναμονή. Είσοδος στο κλουβί της σιωπής. Άνοδος προς τον ενενηκοστό όγδοο όροφο. Στο δεξί χέρι ο χαρτοφύλακας. Νιώθω σαν ένας ιεραπόστολος που καλείται να εκπληρώσει το χρέος του προς το καλό.

Ενενηκοστός όγδοος όροφος. Βγαίνω απ’ το ασανσέρ και προχωρώ. Σ’ έναν τοίχο το ρολόι μου υποδεικνύει την ώρα. 8 και 27 πρώτα λεπτά. Στην ώρα μου. Περπατώ προς τα παράθυρα, κοιτάζω από  το γυαλί τη θέα πριν προχωρήσω πιο μέσα. Είναι υπέροχη η Νέα Υόρκη σήμερα. Ίσως, μάλλον, επειδή η σημερινή μέρα είναι από τις λίγες εκείνες που νιώθω ότι κάνω κάτι που να δίνει νόημα και ουσία στη ζωή μου.

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2001, πρωί λίγο πριν τις 8:46. Ενενηκοστός όγδοος όροφος, βόρειος πύργος, εδώ στον διεθνές κέντρο εμπορίου. Δεν το ξέρω Θεέ μου. Δεν το ξέρω, όπως και κανείς άλλος εδώ μέσα δεν το υποψιάζεται. Κι είχα τόσα πολλά να κάνω, είχα πράγματι τόσα πολλά...


(Θεσσαλονίκη 2002)

Ο οδοιπόρος διαβαίνει τις ψυχές των ανθρώπων προσεχτικά. Έχει στο χέρι ένα φτερό, έτοιμο να ξυπνήσει το ταξίδι για τον ερχομό του φθινοπώρου. Και εγώ κοιτάζω τις ασπίδες που προβάλλουν αυτοί οι θαμώνες ενός εγκαταλειμμένου παλιού λεωφορείου, τις κοιτάζω και σκέφτομαι τον δρόμο.

Τον δρόμο για την Άνοιξη, για το πιο μακρινό ονειρεμένο τοπίο, ακόμα και εκείνον τον δρόμο που σε βγάζει σε κάποιο έρημο σημείο, εκεί που δεν ξεχωρίζεις τον ορίζοντα, ακριβώς δίπλα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, με το τηλέφωνο να κουδουνίζει στη μέση του πουθενά, εκεί που ο χρόνος παύει να υπάρχει. Το σηκώνεις και ακούς να αποκαλούν το όνομά σου.


Λένε πως σε ψάχνουν, πως σε πεθύμησαν, πως σε έχουν ανάγκη. Ξέρεις, όμως, πως δεν ήσουν τίποτα άλλο, παρά ένα γραναζάκι σ’ αυτόν τον μηχανισμό που θέλει οι άνθρωποι να δίνουν εξετάσεις για να αποδείξουν το αυτονόητο: Πως είναι άνθρωποι! Και αυτό το γρανάζι μια μέρα ανακαλύπτει πως έχει δόντια, όπως κάθε γρανάζι.

Δεν έρχομαι για να σε φάω, τα δόντια μου τώρα πια μου χρησιμεύουν για να αρθρώνω ορθά τον λόγο. Για να μιλώ, να τραγουδώ, να εκφράζω αυτό που νιώθω, πως είμαι αυτό που είμαι, ανεξαρτήτως αξιολογήσεων και εξετάσεων. Πως είμαι και εγώ κομμάτι της φύσης. Και αυτή με προίκισε με αγάπη, ικμάδα και ζωή και το θάρρος να κοιτάξω μέσα βαθιά στην ψυχή μου και να δω πως είναι ανόητο να κάθομαι τόσες ώρες σε ένα θρανίο για να πρέπει στο τέλος να γράψω ειλικρινά και έντιμα στο χαρτί:

ΔΕΝ ΕΞΕΤΑΖΟΜΑΙ! ΔΕΝ ΤΟ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ, ΠΩΣ ΑΛΛΙΩΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΜΕ;



(Θεσσαλονίκη 1999)

Γύρω από αυτό το Blog...

Αυτό το ιστολόγιο περιέχει προσωπικά μου κείμενα, γραμμένα με αρκετό μεράκι και φαντασία. Είναι αφιερωμένη στους φίλους και τις φίλες μου που διάβασαν τα περισσότερα και τους άρεσαν. Ακόμα περισσότερο στον πολύ καλό μου φίλο τον Άγγελο ο οποίος έφυγε τόσο άδικα από τη ζωή το 2006 και που και αυτός με τον δικό του τρόπο με παρότρυνε να γράφω. Μου λείπουν τα γέλια και τα πειράγματά μας πάρα πολύ...

Οι περισσότερες μικρές ιστορίες με την ετικέτα "Ψυχογράφημα" ανήκουν στην ομώνυμη συλλογή. Μερικές απ' αυτές είναι σε πρόχειρη μορφή και ίσως πρέπει να υποστούν περαιτέρω επεξεργασία στο μέλλον. Τουλάχιστον 6 αναμένεται να προστεθούν μέχρι το τέλος του 2014. Η σειρά αυτή εστιάζει κυρίως στα προβλήματα της σύγχρονης εποχής στις μεγαλουπόλεις, όπως είναι η αλλοτρίωση, η ανεργία, η αποξένωση των ανθρώπων, οι εικονικές σχέσεις, ο συνωστισμός, ο μικρός χώρος, η μοναξιά, ο πλασματικός τρόπος ζωής και το επιφανειακό lifestyle. Ο κύριος στόχος είναι να προβληματίσει τον αναγνώστη και να του δώσει ώθηση για κοινή δράση και συμμετοχή με τους συμπολίτες του στην επίλυση αυτών των προβλημάτων. Προσωπικά είμαι αισιόδοξος και πεπεισμένος ότι σιγά-σιγά με επιμονή και συνεχή αγώνα πολλά από αυτά τα προβλήματα θα λυθούν.

Εύχομαι να σας αρέσουν.

Σωκράτης Π. Κουρτσίδης

Γύρω από τον συγγραφέα

Γύρω από τον συγγραφέα
Σωκράτης Π. Κουρτσίδης
Όλα τα κείμενα που βρίσκονται σε αυτό το Blog

Όλες οι αναρτήσεις και τα κείμενα σε αυτό τον ιστότοπο αποτελούν πνευματική εργασία του Σωκράτη Π. Κουρτσίδη και προστατεύονται από το Νόμο {Ν.2121/1993, άρθρο 51, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα} και από νόμους που ισχύουν στο Διεθνές Δίκαιο, Αγγλικό Δίκαιο και τις Διεθνείς Συμβάσεις Βέρνης Παρισιού για τα Πνευματικά Δικαιώματα στο Διαδίκτυο για τις άλλες χώρες, επικυρωμένες από το Νόμο 100/1975 περί πνευματικής ιδιοκτησίας κι όλες τις μετέπειτα τροποποιήσεις του. Απαγορεύεται απολύτως άνευ γραπτής αδείας της δημιουργού η με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση, αναπαραγωγή, εκμίσθωση, δανεισμός, μεταποίηση, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό με οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρος του εκάστοτε έργου των αναρτήσεων.

Για οποιαδήποτε επικοινωνία με τον συγγραφέα, το τηλέφωνο επικοινωνίας είναι το 2118007270.