Δελφίνι! Σίγουρα πρέπει να ήταν ένα δελφίνι και όχι καρχαρίας. Οι καρχαρίες έχουν εκείνο το μαύρο πτερύγιο που στη θέα του ολάκερες παραλίες γεμίζουν λουόμενους σε κατάσταση παραληρήματος και πανικού. Όχι, σίγουρα ήταν ένα δελφίνι, κανείς δεν φαίνονταν να ταράζεται, εκεί σε αυτήν την μικρή παραλία της Σύρου.
Το χέρι του γονιού μου με κρατούσε σφικτά καθώς κατεβαίναμε τον απόκρημνο δρόμο προς την Ποσειδωνία. Πιο κάτω το δροσερό κύμα φλέρταρε με τα γυμνά προκλητικά βράχια, ένας άνισος αγώνας επικράτησης κάτω από τον αφρό και τους ήχους των γλάρων. Κι ένας ήλιος πιο ψηλά που κατέβαινε για να ανταμώσει τη δύση, με τη θάλασσα από μακριά ένα τεράστιο γαλάζιο στρώμα να ξαπλώσεις να κοιμηθείς και να ξαναγεννηθείς. Και εκεί κάπου φάνηκε αυτό το πλάσμα... Όχι, δεν ήταν καρχαρίας, δεν ταίριαζε μια τέτοια παρουσία σε αυτό το ειδυλλιακό κάδρο των ματιών μου, δεν μπορεί να ήταν καρχαρίας.
Το ίδιο βράδυ μαζευτήκαμε όλοι κάτω από το μεγάλο πεύκο να συζητήσουμε τα μαντάτα, άλλα από την τηλεόραση και άλλα από τα λίγα νέα που πηγαινοέρχονταν από στόμα σε στόμα. Κανείς δεν έλεγε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα, η αναταραχή είχε απλώσει το πέπλο της και έντυνε την κάθε μας λέξη με ένα τεράστιο γιατί. Το φορτισμένο κλίμα, η αγωνία και ο φόβος διαδέχονταν το ένα συναίσθημα μετά το άλλο, σαν τις τρεμάμενες σκιές που ζωγράφιζε η φωτιά τη νύχτα στους πέτρινους τοίχους αυτού του μικρού χωριού. Εμείς τα παιδιά είχαμε μαζευτεί ένα μεγάλο τσούρμο μέσα στο πλήθος των μεγάλων. Που και που πηγαινοερχόμουν προς το πηγαδάκι της Μαρίας και άκουγα και εγώ για τον Θοδωρή. Κανείς μας δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί, οι μεγάλοι δεν μαρτυρούσαν τίποτε, μέσα σε ένα κλίμα συγκίνησης και αναστάτωσης μας τόνιζαν με έναν τόνο αυστηρό, μα και προστατευτικό συνάμα, να μην πάμε προς τη θάλασσα, ήταν επικίνδυνα τώρα πια εκεί, έλεγαν. Αυτή η βαθιά σιωπή μαζί με την ανεξήγητη για τα παιδικά μας μάτια απαγόρευση ήταν οι σπίθες στο μπαρούτι για να αρχίσουν να πλάθονται απίστευτα εξωπραγματικές ιστορίες, ιστορίες που μας γέμιζαν ταραχή και δέος, που μας ωθούσαν σε μια κατάσταση υπερδιέγερσης και αγωνίας για το τώρα και το πάντα. Τι ακριβώς είχε συμβεί στον Θοδωρή; Κανείς δεν μιλούσε…
Θα ήταν τότε, θαρρώ, το πέμπτο καλοκαίρι που επισκεπτόμασταν εγώ και οι γονείς μου τις Αγκαθωπές. Παραθερίζαμε συνήθως για δύο εβδομάδες και μιας και το κλίμα εδώ είναι ανέκαθεν οικογενειακό, πάντα έβρισκα φίλους να παίζω, πότε τους παλιούς μου από περσινά καλοκαίρια, πότε άλλα καινούρια παιδιά κυρίως από την Αθήνα ή κάποια άλλη πόλη. Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι μας στις Αγκαθωπές, δεν ξανασμίξαμε ποτέ πια εκεί. Την άλλη μέρα μαζέψαμε τα πράγματά μας και αποχωρήσαμε βιαστικά για τη Θεσσαλονίκη αφήνοντας πίσω μας για πάντα αυτό το γαλήνιο μέχρι πρότινος μέρος, όχι όμως την αγωνία μας για το περασμένο βράδυ.
Δεν ξανάκουσα από τότε ποτέ κάτι ξανά για τον Θοδωρή.
(Ερμούπολη 2005)
Αναρτήθηκε από
Socrates
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου