Η μέρα ήταν βροχερή και κρύα. Το σκεφτόταν να βγει έξω από το σπίτι της. Βλέπεις, εδώ και καιρό είχε εκείνην την καταραμένη τρύπα στο δεξιό παπούτσι της και κάθε φορά που περπάταγε σε βροχερό δρόμο το πόδι της πλημμύριζε λασπωμένα νερά. Καθόταν εκεί, στην παλιά πολυθρόνα και περίμενε καρτερικά να περάσει η ώρα. Και μετά θα μπορούσε να ανάψει τη σόμπα να ζεσταθεί. Έτριψε για ακόμα μια φορά τα χέρια της, αχνίζοντάς τα με την ανάσα της για να ζεσταθούν. Σηκώθηκε και έριξε πάνω της ένα παλιό τρύπιο σάλι. Μετά ξανακάθισε στον καναπέ και κουλουριάστηκε τουρτουρίζοντας.
Οι παλιοί τοίχοι με το ξεβαμμένο υδρόχρωμα και το ξύλινο γδαρμένο πάτωμα που σε κάποια σημεία σάπιζε από την υγρασία έκαναν το σπίτι να αναδίδει μια βαθιά μυρωδιά μούχλας. Όλες οι λάμπες στο ταβάνι είχαν καεί. Δεν μπορούσε να ανέβει στη σκάλα για να τις αλλάξει, τα πόδια της δεν τη βαστούσαν πια για αυτήν τη δουλειά. Άσε που φοβόταν μην ζαλιστεί και πέσει… Αν έσπαγε κανένα πόδι, θα ήταν καταδικασμένη να μείνει στο κρεβάτι για πολύν καιρό. Θυμήθηκε τον συγχωρεμένο τον άνδρα της που πάντα φρόντιζε να αλλάζει τις λάμπες σαν καιγόντουσαν. Στο μυαλό της ήρθαν μπροστά στιγμές από το παρελθόν, τότε που το δωμάτιο ήταν γεμάτο φως και ζεστασιά.
Δεν άνοιξε την τηλεόραση σήμερα. Ξέχασε να την ανοίξει. Καλύτερα. Οι ειδήσεις τον τελευταίο καιρό είναι γεμάτες εγκληματικότητα και τρόμο. Κάθε φορά που παρακολουθεί σαν υπνωτισμένη το πόσες ληστείες και δολοφονίες έγιναν, το βράδυ δεν μπορεί να κοιμηθεί και την άλλη μέρα δεν τολμά να βγει από το σπίτι. Άκουσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι σκότωσαν έναν γείτονά της για μερικά ψιλά που είχε στην τσέπη του. Ο άνθρωπος έμενε στη διπλανή πολυκατοικία. Κι όμως, κανείς από τους γείτονες δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Ούτε καν η ίδια…
Το ένα τζάμι στο παράθυρο είναι σπασμένο. Το έχει καλύψει εδώ και πολύν καιρό με ένα χοντρό χαρτόνι και ταινία συσκευασίας. Έχει ποτίσει κι αυτό από την υγρασία και τη βροχή. Θα ήθελε να καλέσει τον τζαμά να το αντικαταστήσει, αλλά με τι χρήματα και πώς αφού το τηλέφωνο είναι κομμένο; Ήδη πριν εβδομάδες ανακοινώθηκαν από την κυβέρνηση τα νέα, για μια ακόμα φορά, έκτακτα οικονομικά μέτρα με σκοπό να διασωθεί η χώρα από την χρεοκοπία. Η σύνταξή της μειώθηκε σε τέτοιον βαθμό που πέρα από το φαγητό και τους πάγιους λογαριασμούς δεν απομένει τίποτα άλλο. Μήτε για τις βασικές ανάγκες. Φάρμακα δεν καλύπτονται και πρέπει λένε να τα αγοράζει η ίδια. Αλλά πώς; Και το πετρέλαιο της θέρμανσης και αυτό το μετράει με το σταγονόμετρο. Περιμένει να έρθει το βράδυ να μπορέσει να ανάψει για λίγο τη σόμπα να ζεσταθεί. Μακάρι να μην το ακριβύνουν και άλλο, σκέφτηκε χθες και τα μάτια της βούρκωσαν.
«Δύσκολα τα χρόνια Αλίκη μου», ψέλλισε για μια στιγμή απευθυνόμενη στον εαυτό της. Ανασηκώθηκε από την πολυθρόνα και βάδισε προς το παράθυρο. Από το θαμπό τζάμι κοίταξε τον δρόμο. Είδε ανθρώπους να τρέχουν για να προλάβουν, ποιος ξέρει τι άραγε ο καθένας τους, και άλλους να περπατούν βαριά και αργόσυρτα σαν χαμένοι. Μουντό και καταθλιπτικό το σκηνικό σε αυτήν τη μικρή απομονωμένη συνοικία στην άκρη της πόλης, δίπλα στα παλιά εγκαταλειμμένα εργοστάσια. Μονάχα αυτό της παραγωγής πολεμικού υλικού συνέχιζε να λειτουργεί, ακόμα πιο εντατικά τώρα πια.
«Ολόκληρη ζωή, πώς πέρασε; Και πώς έφτασε να είναι πια σε αυτήν την κατάσταση, μονάχη, με τον άνδρα της και την κόρη της να έχουν φύγει πια από τη ζωή;», αναλογίστηκε καθώς χάζευε την κίνηση.
Αύριο το πρωί θα πήγαινε στο σούπερ μάρκετ να πάρει λίγο ρύζι και ίσως και λίγο λάδι. Όχι πολύ, ίσα-ίσα ένα μπουκαλάκι, χρειάζεται βλέπεις και αυτό. Και έπειτα στον φούρνο να πάρει ψωμί, από το χθεσινό που είναι πιο φθηνό. Και αν φτάνουν τα χρήματα και βαστούν και τα πόδια της, ίσως να περπατήσει μερικά τετράγωνα πιο πέρα να πάρει και λίγα φασολάκια από τη λαϊκή αγορά. Μακάρι να τη βαστάνε αύριο τα πόδια της…
Απόμεινε εκεί να χαζεύει τους ανθρώπους και τα αυτοκίνητα στο φανάρι. Ξαφνικά η προσοχή της αποσπάται από εκείνο το δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Συγκεντρώνεται να ακούσει καλύτερα. Σιωπή. Ύστερα ξανά, δύο χτυπήματα στην πόρτα, πιο δυνατά τώρα. Αναρωτιέται αν θα πρέπει να ρωτήσει ποιος είναι. Αν είναι, όμως, κάποιος διαρρήκτης; Και αν αυτός νομίσει ότι στο σπίτι δεν είναι κανείς και διαρρήξει την πόρτα; Σαστίζει. Τα χέρια της, τα πόδια της αρχίζουν να τρέμουν… Προσπαθεί να σκεφτεί τι να κάνει. Ξάφνου, ακούγεται μια φωνή. «Κυρία Αλίκη, με ακούτε; Ο διαχειριστής είμαι…». Νοιώθει μια απερίγραπτη ανακούφιση, τη γνωρίζει αυτήν τη φωνή… Μα την αμέσως επόμενη στιγμή έτσι απότομα ένας νευρικός σπασμός κόβει στα δυο το κορμί της, αυτό ήταν, δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο, το καταβεβλημένο από την κακή σίτιση κορμί της καταρρέει… Σωριάζεται στα γόνατα, ξεσπάει σε λυγμούς, σκυφτή και κουλουριασμένη, σε ένα βαθύ βουβό κλάμα, εκεί πίσω από την πόρτα, πίσω από ολάκερο τον κόσμο που δεν έχει πια κάτι να της πει, κάτι να της ψελλίσει για στερνή φορά, κάτι σαν από παιδικό παραμύθι των παιδικών της χρόνων, μια τρυφερή φωνή ή δύο ζεστά χέρια να τη σκεπάσουν, πριν τα μάτια της κλείσουν και εκείνη αποκοιμηθεί.
(Ντούισμπουργκ 2012)
Αναρτήθηκε από
Socrates
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου