Ο άνθρωπος της φωτογραφίας έμοιαζε σαν ζωντανός. Θαρρούσες πως την επόμενη στιγμή θα έβγαινε από το πλαίσιο και θα συνέχιζε την πορεία του στο δωμάτιο. Τόσο ζωντανή ήταν η εικόνα.
Η Λίζα απόμεινε να τον κοιτάζει ξεχασμένη, παραδομένη στην εικονική κίνηση της εικόνας και τα θερμά χρώματα να ανεβάζουν τη θερμοκρασία στον χώρο. Το τρίξιμο της πόρτας την επανέφερε στην πραγματικότητα. Γύρισε το κεφάλι της προς τα εκεί και πλάγιασε την κορνίζα πάνω στο κομοδίνο.
«Εσύ είσαι;», είπε σαν να μην ήξερε ποιος ήταν, κι ας ήξερε. «Να, χάζευα λίγο τον χώρο σου, είναι υπέροχο αυτό το δωμάτιο…».
Είχε δίκιο, το δωμάτιο πράγματι ήταν μοναδικό! Το φως του ήλιου που ξεγλιστρούσε απαλά μέσα από τα στόρια και τις μαρκίζες, οι φωτεινοί πολύχρωμοι τοίχοι, τα χρώματα και η μεθυσμένη σύνθεση, αυτή η ενθουσιώδης ξέφρενη σαλάτα από τα πρωτοποριακά μοντέρνα έπιπλα… Ναι, αυτό ήταν το κάτι άλλο, αυτό ήταν γούστο και δημιουργικότητα!
«Νόμιζα ότι θα ερχόσουν πιο νωρίς… Μου άνοιξε η μητέρα σου.», είπε στον Χάρη.
Εκείνος την κοίταξε γεμάτος έκπληξη και απορία, μα και με χαρά. Δεν φανταζόταν ότι θα την ξανάβλεπε, είχε περάσει τόσος καιρός. Άλλες εποχές μόλις βλεπόντουσαν θα έτρεχαν να αγκαλιάσουν ο ένας τον άλλον, να χαρίσουν ένα χάδι στο μάγουλο και ένα ανακάτεμα στα μαλλιά. Μα σήμερα, όλα αυτά είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
«Ξέρω, μου είπε.», αποκρίθηκε αυτός. «Ήρθες για να πάρεις το κουτί…».
Δύσκολες στιγμές, αμήχανες στιγμές, από εκείνες που δεν φαντάζονταν κανείς ότι θα τις ζήσει. Στιγμές που όταν έρχονται δεν μπορείς να τους ξεφύγεις και απομένεις απλώς εκεί παραδομένος άνθρωπος στη διάβρωση που προξενούν μέσα σου. Θέλεις να χαθείς, να μην υπάρξεις εκείνην τη στιγμή, κι όμως κάτι σε κάνει να θέλεις να τις ζήσεις. Αυτό ήταν που ζούσαν τώρα οι δυο τους.
Ένας τυπικός διάλογος του τύπου «τι κάνεις, πώς τα περνάς…». Έπειτα, πήγε σε ένα ντουλάπι και έβγαλε από το κάτω ράφι ένα μικρό κουτί.
«Είναι όλα εδώ», είπε. «Από τότε που έφυγες, δεν το έχω ανοίξει».
Το έπιασε αμήχανα, μουδιασμένα. Τα δάκτυλα της άρχισαν να τρέμουν, κάποια στιγμή ακούμπησαν τα δικά του και ένα ρίγος διαπέρασε το στήθος της. Και το δικό του.
«Πώς πέρασε ο καιρός», είπε χαμογελώντας αμήχανα, χαρίζοντας του ένα από εκείνα τα σπασμένα χαμόγελα του πρώτου καιρού. Η φωνή της πάλευε να διατηρήσει ένα στίγμα μέσα σε κάποιο κρυφό πέλαγος λέξεων που δίσταζαν να πάρουν ζωή, αντιμέτωπη με τη φουρτούνα του αναστεναγμού και της κατάρρευσης. Σκίρτησε κάτι μέσα του, ταράχτηκε. Και θυμήθηκε. Στιγμές, χρόνια, μέρες… πώς πέρασαν όλα αυτά από τότε; Και οι δύο τους πάλεψαν πολύ να ξεχάσουν, και τώρα άρχισαν, όπως δύο παιδιά που είχαν καιρό να ξαναδούν θάλασσα, να σκάβουν ξέφρενα την άμμο των αναμνήσεων και να γκρεμίζουν γεμάτα χαρά τα κάστρα τους.
Έσκυψε το κεφάλι του, χαμήλωσε και εκείνη το κεφάλι της να μη βλέπουν ο ένας τον άλλον. Αυτή να κρατάει ευλαβικά με τα δυο της χέρια το κουτί, αυτός να μη μιλάει. Νεκρική σιγή για αρκετή ώρα. Δεν βγαίνουν εύκολα λέξεις τέτοια ώρα.
«Θα σε ξαναδώ κάποια στιγμή;», ακούστηκε κάποια στιγμή η φωνή του να σπάει το καλούπι της σιωπής. «… έτσι, για έναν καφέ…».
«Ίσως…», του απάντησε αυτή. Ήξερε ότι ήταν ψέμα, το ήξεραν και οι δυο τους.
«Γεια σου», είπε αμήχανα και με μια βιαστική κίνηση πήρε μια στροφή και βάδισε βιαστικά προς την έξοδο, ένας αλλιώτικος Οδυσσέας που δεν θέλει να ξεφύγει από τον Πολύφημο κι όμως δραπετεύει. Και εκείνη η ερώτηση να έχει μείνει να βουίζει για πάντα στο μυαλό του: Ποιος είσαι; Είμαι ο «κανένας»!
Απόμεινε εκεί ακίνητος, μαρμαρωμένος να την κοιτάζει να εγκαταλείπει, μαζί και η γη κάτω από τα πόδια του.
(Ντούισμπουργκ 2012)
Αναρτήθηκε από
Socrates
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου