Το βλέμμα μου καρφώθηκε στην εικόνα του περιοδικού που βρισκόταν πάνω στο μικρό τραπεζάκι. Θα ήταν θαρρώ από κάποιο φυλλάδιο της UNESCO ή μάλλον της UNICEF. Έδειχνε ένα μικρό μαυράκι να απλώνει τα χέρια του προς τον ουρανό, δίπλα σε κάτι αγκαθωτά συρματοπλέγματα. Κάτι ταρακουνήθηκε μέσα μου. Ο άλλος κόσμος και εμείς, σκέφτηκα. Πώς έγιναν έτσι τα πράγματα; Και πώς μπορεί κανείς μας να κάνει κάτι σ’ αυτόν τον κόσμο όπου όλοι τρέχουν σαν τρελοί; Ξυπνάς πρωί βίαια, τρέχεις για τη δουλειά, μποτιλιάρισμα, κακό, θα προφτάσω άραγε; Άγχος! Υστερία, φόβος, ναυτία, ασφυξία... Φορτώνεσαι δάνεια, δουλεύεις σαν το σκυλί και πάλι δεν προλαβαίνεις να χαρείς τις ψευδαισθήσεις σου. Σπίτι, οικογένεια, όλα όμως αλλοτριωμένα, πέρα από την αρχική τους χάρη. Καταναλωτισμός. Πλαστικό χρήμα. Ταυτότητα. Ποιος είμαι; Άραγε, θα προλάβω τη συνάντηση με τον εκπρόσωπο;
Φίλησα τη γυναίκα μου, ρώτησα για τα παιδιά, μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκίνησα ακόμα μια μέρα τον Γολγοθά μου. Έχω μάθει καλά τον δρόμο. Μυρίζομαι το μποτιλιάρισμα τώρα πια από μακριά, όμως πρέπει να το ανεχτώ, δεν υπάρχει άλλος δρόμος. Ακούω λίγο ραδιόφωνο. Καιρός. Αθλητικά, κομμένη και ραμμένη εξωτερική πολιτική. Εγκλήματα. Διαφημίσεις. Έχει ήλιο σήμερα, λίγα έως μηδαμινά σύννεφα στον ουρανό. Η πόλη σιγά-σιγά αρχίζει να ζεσταίνεται, να λειτουργεί. Κατεβάζω ταχύτητα, υπάρχει στημένο ραντάρ εδώ πιο κάτω. Ανάβω τσιγάρο. Ο ζεστός καπνός γεμίζει τα πνευμόνια μου, καίει τα σωθικά μου, χωρίς αυτόν όμως δεν ζω. Ή έτσι τουλάχιστον νομίζω ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Όπως και χωρίς τη δουλειά μου, τον ρόλο που επέλεξε για μένα η κοινωνία. Ψέματα! Εγώ την επέλεξα... Στάση στο φανάρι. Πεζοί διασχίζουν τη διάβαση. Κάποιοι γυρίζουν για μια στιγμή προς το αυτοκίνητο, ρίχνουν μια κλεφτή ματιά. Τα βλέμματά τσαλαπατημένα επιστρέφουν προς τα κάτω. Παρατηρώ. Είναι απίθανο, κι όμως, λίγοι άνθρωποι, πολύ λίγοι μπορούν να κοιτάξουν και λίγο ψηλά. Όλοι κοιτούν χαμηλά, συνήθως η ματιά τους κολλάει στα πόδια του μπροστινού. Πράσινο. Ανεβάζω ταχύτητα. Κορναρίσματα, κίνηση, κακό. Η πόλη ξύπνησε.
Σε λίγη ώρα θα είμαι στο ραντεβού μου. Το προλαβαίνω απ’ ότι φαίνεται. Με τυφλώνει προσωρινά η αντανάκλαση του ήλιου από έναν καθρέπτη. Στο πίσω κάθισμα ο χαρτοφύλακας με τα έγγραφα. Τουλάχιστον, σήμερα είναι γεμάτος με ουσία και νόημα. Είναι το βασικό μου όπλο στη συνάντησή μου. Σήμερα είναι η μέρα που περίμενα τόσον καιρό. Μακάρι να εξελιχθούν όλα ομαλά. Μετά από εκεί θα πάω στη δουλειά μου ικανοποιημένος. Ελπίζω να μην πάει χαμένη αυτή η μικρή άδεια χρόνου που μου χορηγήθηκε. Ποια άδεια χρόνου; Αφού έτσι κι αλλιώς θα την αναπληρώσω με επιπλέον υπερωρία...
Σκέφτομαι το περιεχόμενο του χαρτοφύλακα. Θεέ μου, πόσες θυσίες, πόσος ιδρώτας, κόπος, όνειρα απαιτήθηκαν για συγκεντρωθεί αυτό το υλικό; Και οι άνθρωποι που μου τον παρέδωσαν ευλαβικά γεμάτοι πίστη, ελπίδα και εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό μου. Πως με κοιτούσαν με εκείνα τα μάτια, Θεέ μου, πέρασε όλη η ψυχή τους από μέσα μου, εκείνη τη στιγμή ένιωσα άνθρωπος, εκείνη τη στιγμή και για πάντα!
Φανάρι πάλι. Στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα του μικρού μαύρου παιδιού που πρόσεξα πιο πριν. Οραματίζομαι. Προσεύχομαι σιωπηλά για ειρήνη, για ανθρωπιά και καλοσύνη, εδώ, μπροστά στους πεζούς στη διάβαση. Πράσινο. Λίγα μέτρα ακόμα. Με κόπο παρκάρω. Κέρμα στο παρκόμετρο. Διασχίζω τη λεωφόρο βιαστικά με τα πόδια. Σχεδόν στην ώρα μου. Κεντρική είσοδος, ασανσέρ, αναμονή. Είσοδος στο κλουβί της σιωπής. Άνοδος προς τον ενενηκοστό όγδοο όροφο. Στο δεξί χέρι ο χαρτοφύλακας. Νιώθω σαν ένας ιεραπόστολος που καλείται να εκπληρώσει το χρέος του προς το καλό.
Ενενηκοστός όγδοος όροφος. Βγαίνω απ’ το ασανσέρ και προχωρώ. Σ’ έναν τοίχο το ρολόι μου υποδεικνύει την ώρα. 8 και 27 πρώτα λεπτά. Στην ώρα μου. Περπατώ προς τα παράθυρα, κοιτάζω από το γυαλί τη θέα πριν προχωρήσω πιο μέσα. Είναι υπέροχη η Νέα Υόρκη σήμερα. Ίσως, μάλλον, επειδή η σημερινή μέρα είναι από τις λίγες εκείνες που νιώθω ότι κάνω κάτι που να δίνει νόημα και ουσία στη ζωή μου.
Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2001, πρωί λίγο πριν τις 8:46. Ενενηκοστός όγδοος όροφος, βόρειος πύργος, εδώ στον διεθνές κέντρο εμπορίου. Δεν το ξέρω Θεέ μου. Δεν το ξέρω, όπως και κανείς άλλος εδώ μέσα δεν το υποψιάζεται. Κι είχα τόσα πολλά να κάνω, είχα πράγματι τόσα πολλά...
(Θεσσαλονίκη 2002)
Αναρτήθηκε από
Socrates
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου