Ο οδοιπόρος διαβαίνει τις ψυχές των ανθρώπων προσεχτικά. Έχει στο χέρι ένα φτερό, έτοιμο να ξυπνήσει το ταξίδι για τον ερχομό του φθινοπώρου. Και εγώ κοιτάζω τις ασπίδες που προβάλλουν αυτοί οι θαμώνες ενός εγκαταλειμμένου παλιού λεωφορείου, τις κοιτάζω και σκέφτομαι τον δρόμο.
Τον δρόμο για την Άνοιξη, για το πιο μακρινό ονειρεμένο τοπίο, ακόμα και εκείνον τον δρόμο που σε βγάζει σε κάποιο έρημο σημείο, εκεί που δεν ξεχωρίζεις τον ορίζοντα, ακριβώς δίπλα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο, με το τηλέφωνο να κουδουνίζει στη μέση του πουθενά, εκεί που ο χρόνος παύει να υπάρχει. Το σηκώνεις και ακούς να αποκαλούν το όνομά σου.
Λένε πως σε ψάχνουν, πως σε πεθύμησαν, πως σε έχουν ανάγκη. Ξέρεις, όμως, πως δεν ήσουν τίποτα άλλο, παρά ένα γραναζάκι σ’ αυτόν τον μηχανισμό που θέλει οι άνθρωποι να δίνουν εξετάσεις για να αποδείξουν το αυτονόητο: Πως είναι άνθρωποι! Και αυτό το γρανάζι μια μέρα ανακαλύπτει πως έχει δόντια, όπως κάθε γρανάζι.
Δεν έρχομαι για να σε φάω, τα δόντια μου τώρα πια μου χρησιμεύουν για να αρθρώνω ορθά τον λόγο. Για να μιλώ, να τραγουδώ, να εκφράζω αυτό που νιώθω, πως είμαι αυτό που είμαι, ανεξαρτήτως αξιολογήσεων και εξετάσεων. Πως είμαι και εγώ κομμάτι της φύσης. Και αυτή με προίκισε με αγάπη, ικμάδα και ζωή και το θάρρος να κοιτάξω μέσα βαθιά στην ψυχή μου και να δω πως είναι ανόητο να κάθομαι τόσες ώρες σε ένα θρανίο για να πρέπει στο τέλος να γράψω ειλικρινά και έντιμα στο χαρτί:
ΔΕΝ ΕΞΕΤΑΖΟΜΑΙ! ΔΕΝ ΤΟ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ, ΠΩΣ ΑΛΛΙΩΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΜΕ;
(Θεσσαλονίκη 1999)
Αναρτήθηκε από
Socrates
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου