Ζει χρόνια τώρα εδώ σε αυτήν την απομονωμένη βιομηχανική συνοικία κάτω από εκείνον τον δυνατό χαρακτηριστικό θόρυβο που παράγουν τα μηχανήματα του εργοστασίου. Ώρες ατελείωτες εκεί μέσα, μπροστά στην κυλιόμενη λωρίδα, είναι σαν να έχει γίνει πια το ένα και το αυτό με τα ρομπότ. Κάποιες στιγμές το μυαλό του κολλάει, μα και αυτό για πολύ λίγο. Συνήθως τον περισσότερο χρόνο λείπει, το μυαλό και οι σκέψεις του ταξιδεύουν μακριά, πέρα από τόπους και χρόνους.
Σκέφτεται τον ήχο της μηχανής. Μοιάζει να είναι προσεκτικά προμελετημένος, να σχεδιάστηκε έτσι ώστε να δίνει τον κατάλληλο εκείνο ρυθμό, ικανό να καθηλώνει, να αιχμαλωτίζει το πνεύμα και το σώμα, να μην μπορείς να φανταστείς κάτι άλλο εκτός από το εργασιακό σου καθήκον. Θα έλεγε κανείς πως είναι μια μονότονη μουσική αυτός ο ήχος, μουσική από καλλιτέχνες χωρίς ψυχή, χωρίς συμπόνια . Και η τέχνη, συλλογίζεται… τι είναι τέχνη; Στο τέλος, το νόημα, η ουσία και ο σκοπός διαμελίζονται και σκορπίζονται μακριά, πέρα από τα σημεία του διανοητικού του ορίζοντά. Και έπειτα η ανθρωπιά… Τι είναι αυτό; Πίσω από τα γυαλιά των διοικούντων ποιος μπόρεσε, άραγε, να δει τα μάτια ενός ανθρώπου; Όσο υπάρχει αυτός ο ρυθμός δεν υπάρχει σκέψη αλληλεγγύης και συλλογικότητας. Εκεί είναι που συνειδητοποιεί ότι του απομένει απλά και μόνο το ένστικτο.
Ίσως κάπου εκεί στο βάθος της ψυχής του να είναι θαμμένα το όνειρο, η ελπίδα για ελευθερία. Για μια απόδραση προς έναν ανοικτό χώρο, ακόμα και προς τους βάλτους που βρίσκονται στα όρια της συνοικίας. Όμως και αυτά χάνονται πάνω στην κορδέλα. Ο ρυθμός είναι καλά μελετημένος.
Σκέφτεται ξανά… πως η ελπίδα και ο φόβος είναι τα εργαλεία που οπλίζουν τους ισχυρούς. Η αλήθεια είναι πως ποτέ, ποτέ μα ποτέ κανείς από τους εργάτες δεν πρόκειται να τα καταφέρει να ξεφύγει από εκείνην τη φυλακή. Τους δεσμεύουν οι εικονικές κοινωνικές υποχρεώσεις που τόσο περίτεχνα τους τις παρουσίασαν ως ελεύθερες επιλογές. Τους δεσμεύουν οι ψεύτικες ελπίδες με τις οποίες βαυκαλίζουν τον εαυτό τους και καταπνίγουν δεξιοτεχνικά οτιδήποτε έχει απομείνει από την ξεχασμένη ψυχή τους. Για ένα ξέφωτο, μια στιγμή πραγματικής μελωδίας και γαλήνης, ένα λεπτό όπου θα φορέσουν τα καλά τους ρούχα και θα πάνε να επισκεφθούνε τους εαυτούς τους που έχουν να δούνε χρόνια. Μια εσωτερική εξορία.
Μα εκείνο που τους δεσμεύει πιο πολύ από όλα είναι η δειλία, παραδέχεται ο ίδιος για τον εαυτό του. «Είμαστε τόσο άτολμοι που δεν μπορούμε να παραδεχθούμε τη συνενοχή μας σε αυτό το θέατρο του παραλόγου. Έχουμε καταντήσει δούλοι, τρέμουμε μην τυχόν μας αποδεσμεύσουν από τα δεσμά μας. Κατά βάθος τον αποζητούμε αυτόν τον ρυθμό, δεν μπορούμε να ζήσουμε χωρίς αυτόν…».
Ζει χρόνια τώρα εδώ σε αυτήν την απομονωμένη συνοικία κάτω από εκείνον τον χαρακτηριστικό ρυθμικό ήχο που δημιουργείται από τα μηχανήματα παραγωγής πολεμικού υλικού. Ώρες ατελείωτες μπροστά στην κυλιόμενη λωρίδα, εκεί όπου γίνεται ο τελικός έλεγχος για τις χειροβομβίδες, έχει γίνει ένα με τα ρομπότ. Κάποιες στιγμές κολλάει, σκέφτεται να τραβήξει μια περόνη, να φωλιάσει με μητρική αγάπη κάποιο από τα δημιουργήματά του στην αγκαλιά του, ωστόσο αυτή η επιθυμία διαρκεί πολύ λίγο. Χάνεται έτσι και αυτή η ευκαιρία. Μα στο κάτω-κάτω της γραφής, γιατί να τον πειράζει τελικά; Έτσι κι αλλιώς τον περισσότερο καιρό λείπει.
Ίσως αύριο πράξει διαφορετικά.
(Θεσσαλονίκη 2006)
Αναρτήθηκε από
Socrates
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου